του Δημητρίου Μόσχου
Το μάθημα των Θρησκευτικών ως θρησκευτική εκπαίδευση μονοφωνικά Ορθόδοξη Χριστιανική αλλά υπό την αυστηρή εποπτεία και χρηματοδότηση του κράτους επικρίθηκε σφοδρά από εκκλησιαστικούς ως ξένο προς την ορθόδοξη παράδοση, και από διανοουμένους και εκπαιδευτικούς ως αναχρονιστικό, και μεσαιωνικό. Ωστόσο, μέσα σε 150 χρόνια κατάφερε στοιχειωδώς να φτιάξει μια κοινή στέγη για μια δύσκολη συμβίωση: του εκκλησιαστικού λόγου για τα καίρια και σωτηριώδη για τον άνθρωπο με τον κοσμικό ορθό λόγο, τη νεωτερική σκέψη και τη δημοκρατική κοινωνία. Χωρίς υπερβολή, αυτή η συμβίωση ωφέλησε και τους δύο.
Τις τελευταίες δεκαετίες, με τη μετανάστευση, τις θρησκευτικές συγκρούσεις και την έντονη πανευρωπαϊκή μέριμνα για την προστασία των θρησκευτικών πεποιθήσεων των (πολλών πια!) μαθητών διαφορετικής κοσμοθεωρίας, το κοινό σπίτι άρχισε να καταρρέει. Οι αιτήσεις απαλλαγών δεν έπρεπε να στιγματίζουν τον αιτούντα και ο μαθητικός πληθυσμός έπαψε να θεωρείται ομοιογενής a priori. Τα Προγράμματα Σπουδών που εκπονήθηκαν το 2010 (και όχι «του Φίλη» ή «του Γαβρόγλου») από εμπειρογνώμονες επιλεγμένους από το Υπουργείο με αξιολόγηση (και όχι επειδή ανήκαν στον α΄ ή β΄ σύλλογο θεολόγων) ανέλαβαν το δύσκολο εγχείρημα να κρατήσουν το κοινό σπίτι, ζητώντας θρησκευτικά για όλους σε μιά τάξη, μ’ ένα μάθημα που, χωρίς να γίνεται εγκυκλοπαιδική θρησκειολογία, θα δεξιωνόταν όλους τους μαθητές, για να τους παράσχει τις δεξιότητες αφ’ ενός να επεξεργαστούν τα στοιχεία της δικής τους θρησκευτικότητας και αφ’ ετέρου να κατανοήσουν και να ενσωματωθούν στον πολιτισμό της χώρας, όπου η Ορθοδοξία είναι βασικό συστατικό κι όλ’ αυτά με καινοτόμες διδακτικές πρακτικές και παιδοκεντρικότητα. Το μάθημα θα μπορούσε να στηριχθεί από το έντονο ευρωπαϊκό ενδιαφέρον για την ανάγκη κατανόησης και συνύπαρξης με τον θρησκευτικά διαφορετικό, αλλά και τη δυνατότητα της ορθόδοξης θεολογίας να διαλέγεται χωρίς φόβο με τον έξω κόσμο. Την πραγματική κατήχηση θα έκαναν οι φυσικοί της φορείς, η οικογένεια και η Εκκλησία.
Η πρόσφατη απόφαση του ΣτΕ (αν και μέχρις στιγμής δεν έχουμε το πλήρες κείμενό της) αυτό ακριβώς είναι που δυναμιτίζει δικαιώνοντας τις ακραίες φωνές από κάθε πλευρά (οι οποίες φέρουν αυτονόητα μεγάλη ευθύνη): μια γενικευμένη απαλλαγή κι ένα εναλλακτικό μάθημα για όσους θέλουν να φύγουν κι ένα αυστηρά κατηχητικό μάθημα σε όσους μείνουν. Αυτή η απλοϊκά επικίνδυνη «τελική λύση» μαθαίνει τους μαθητές ότι η στιγμή κατακερματισμού στο σχολείο σε «δικούς μας» και «άλλους» συνδέεται πρωτίστως με τη θρησκεία. Επίσης, ανοίγει το δρόμο για πλημμελώς ή ουδαμώς ελεγχόμενους θύλακες θρησκευτικής εκπαίδευσης σε ποικίλους αλλοθρήσκους ή αλλοδόξους των οποίων οι κοινότητες σύντομα θα απαιτήσουν να δημιουργηθούν μέσα στο ελληνικό σχολείο. Τέλος, στερεί την Ορθόδοξη θεολογική παρουσία στο σχολείο απ’ όλα τα επιτεύγματα δεκαετιών, δηλαδή το διάλογο με τις άλλες επιστήμες και κοσμοθεωρήσεις, που χαρακτήριζε και τα προηγούμενα Προγράμματα και που τώρα καθίστανται και αυτά ασύμβατα με την περιγραφόμενη φυσιογνωμία του μαθήματος. Υπό το καθεστώς της απαλοιφής του θρησκεύματος και την απαλλαγή για λόγους συνειδήσεως γενικώς, σ’ ένα ευφάνταστο σενάριο οι μαθητές θα καλούνται να δηλώσουν όχι αν ζητούν απαλλαγή, αλλά αν προτίθενται να παρακολουθήσουν το μάθημα!
Είναι προφανές ότι το διακύβευμα είναι πολύ ευρύτερο από το επαγγελματικό μέλλον των θεολόγων (που βέβαια κι αυτό δεν είναι αμελητέο) και το τρωθέν κύρος των Προγραμμάτων και των συντακτών τους. Τα Προγράμματα ούτως ή άλλως μετά την παρέλευση σχεδόν 10 χρόνων έπρεπε να αναθεωρηθούν. Οι συντάκτες θα μπορούσαν θαυμάσια να δουλέψουν για ένα ομολογιακό μάθημα, καθώς πολλοί είχαμε δουλέψει στα παλαιότερα προγράμματα και κάποιοι τώρα εκπονήσαμε τα ειδικά μαθήματα της Εκκλησιαστικής Εκπαίδευσης χωρίς κανένα πρόβλημα συνεργασίας, αλλά, κι από την άλλη, ουδείς αναντικατάστατος... Το κύριο διακύβευμα είναι τα μάτια των μαθητών μας που αντί να αντικρύσουν σχολεία «απλόχωρα, μεγάλα» όπως θέλει ο ποιητής, θα βρεθούν σε μικρά κελλιά ανακρινόμενοι από τον Μεγάλο Ιεροεξεταστή επειδή έτσι το θέλει ένα δικαστήριο, έστω ανώτατο. Είναι ευθύνη του Υπουργείου (και κανενός άλλου) να διαφυλαχθεί όσο γίνεται η ενότητα της σχολικής τάξης μ’ ένα μάθημα ορθόδοξο αλλά ανοιχτό, ενώ σε περίπτωση εναλλακτικού μαθήματος να επανασχεδιάσει το χάρτη της θεολογικής εκπαίδευσης στα Πανεπιστήμια για να δημιουργηθεί η υποδομή και γι’ αυτό το μάθημα.
Αναδημοσίευση από την εφημερίδα "Τα Νέα"