Ευστράτιος Ψάλτου*
«Υπάρχει ένας πίνακας του Klee που ονομάζεται “Angelus Novus”. Απεικονίζει έναν άγγελο που μοιάζει έτοιμος να απομακρυνθεί από κάτι στο οποίο έχει στυλώσει το βλέμμα του» (Walter Benjamin, «Θέσεις πάνω στη Φιλοσοφία της Ιστορίας», 1940). Mέσα σε θριαμβολογίες και θρηνολογίες, αντιλογίες και φόβους, ήρθε η ώρα να αποχαιρετήσουμε την υπάρχουσα μορφή του προγράμματος σπουδών των Θρησκευτικών.
Η μορφή αυτή εγκαινιάστηκε πιλοτικά την περίοδο 2011-2013 και εφαρμόστηκε στα σχολεία από το 2016 και τροποποιημένη από το 2017. Το πρόγραμμα αυτό ήταν κυρίως προσανατολισμένο προς τη χριστιανική, ορθόδοξη παράδοση. Ωστόσο, επιχειρώντας να υπερβεί τη μονοφωνία, περιελάμβανε με κριτικό τρόπο και στοιχεία από άλλες χριστιανικές, θρησκευτικές και φιλοσοφικές παραδόσεις. Ταυτόχρονα, επιχειρούσε να εγκαταλειφθεί το δασκαλοκεντρικό μοντέλο και ο εκπαιδευτικός καλείτο να λειτουργήσει περισσότερο ως συντονιστής βιωματικών και διερευνητικών δραστηριοτήτων των μαθητών παρά ως ex cathedra αυθεντία.
Το γεγονός ότι το περιεχόμενο του προγράμματος δεν αποτελείτο αποκλειστικά και αμιγώς από στοιχεία της ορθόδοξης, χριστιανικής διδασκαλίας εκλήφθηκε από θρησκευτικούς κύκλους, τελικώς και από την πλειοψηφία του ΣτΕ, με το νόημα ότι δεν αποβλέπει στην ανάπτυξη της θρησκευτικής συνείδησης των ορθόδοξων μαθητών. Λες και ο διάλογος με την πολιτισμική ετερότητα δεν μπορεί να αποτελεί στοιχείο της ορθόδοξης, χριστιανικής συνείδησης.
Υστερα από τις πρόσφατες ακυρωτικές αποφάσεις του ΣτΕ πρέπει να αποχαιρετήσουμε την υπάρχουσα μορφή του προγράμματος, καθώς αυτή δεν έχει πια την απαιτούμενη νομιμοποίηση. Ως προς την άμεση αντιμετώπιση του ζητήματος θεωρώ ότι για το σχολικό έτος που διανύουμε μία λύση είναι η τροποποίησή του σύμφωνα με τις αποφάσεις του ΣτΕ και η διδασκαλία μόνο τμημάτων από τους αντίστοιχους φακέλους του μαθήματος.
Ωστόσο, η τροποποίηση αυτή θα πρέπει να συνδυαστεί με την έναρξη διαδικασιών εκπόνησης νέου προγράμματος σπουδών και βιβλίων. Για τον σκοπό αυτό είναι ανάγκη να συγκροτηθεί μία επιστημονική ομάδα έργου, η οποία θα χαράξει το γενικό πλαίσιο και θα έχει την ευθύνη της παραγωγής από ομάδες εμπειρογνωμόνων, οι οποίες θα συσταθούν γι’ αυτόν τον σκοπό, καθώς και της επικοινωνίας με την Εκκλησία, η οποία εξαρχής θα πρέπει να θεωρηθεί θεσμικός συνομιλητής.
Στη συγκρότηση αυτής της επιστημονικής ομάδας είναι ανάγκη να εκπροσωπηθούν με μετριοπάθεια όλες οι υπάρχουσες τάσεις και απόψεις. Είναι σίγουρο ότι η συνεννόηση μεταξύ των μελών μιας τέτοιας επιτροπής θα είναι δύσκολη, ωστόσο όταν αυτή επιτευχθεί, θα έχει ένα μεγάλης συναίνεσης αποτέλεσμα.
Ο Georg Lukacs παρατηρεί ότι το τέλος μιας μορφής δεν αξίζει τον θρήνο, καθώς εντάσσεται μέσα σε μια φυσική και πάντα παρούσα αναγκαιότητα της ζωής (Georg Lukacs, «Η ψυχή και οι μορφές», 1911). Αυτή η πάντα παρούσα αναγκαιότητα θα φέρει μια άλλη μορφή στη θέση της. Αν η νέα μορφή του προγράμματος σπουδών των Θρησκευτικών θα είναι εναρμονισμένη με τη μελωδία της ζωής, ο χρόνος θα το δείξει.
* Ο κ. Ευστράτιος Ψάλτου είναι σύμβουλος Θρησκευτικών του ΙΕΠ.
ΠΗΓΗ: Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ
Έντυπη