Η παράδοση 180 χρόνων δεν αλλάζει σε μία μέρα

Μάριος Κουκουνάρας-Λιάγκης*

Στην Ελλάδα, 180 χρόνια τώρα, η θρησκευτική εκπαίδευση (Θ.Ε.), έχει προκαλέσει αντιπαραθέσεις και συγκρούσεις για το περιεχόμενο, τα βιβλία και τα αναλυτικά προγράμματα σπουδών της. Από αυτές η Θ.Ε. των παιδιών στο σχολείο έβγαινε κερδισμένη – όχι αλώβητη. Μέχρι σήμερα παραμένει υποχρεωτικό μάθημα. Σκοπεύει στην ανάπτυξη της θρησκευτικής συνείδησης και θρησκευτικής γνώσης, που θεωρείται για κάθε άνθρωπο απαραίτητη σήμερα περισσότερο από ποτέ. Υπήρχε πάντα η δυνατότητα εξαίρεσης, την οποία χρησιμοποιούν 0,5 έως 0,9% των μαθητών (ΥΠΕΠΘ, 2018). Οι θεολόγοι εκπαιδεύονταν να υποδέχονται στην τάξη όποιον επιθυμούσε να παρακολουθήσει, ανεξάρτητα από την πίστη και το θρήσκευμά του. Στην εκπαίδευση η ανάπτυξη της θρησκευτικής συνείδησης υπηρετείται από το περιεχόμενο του μαθήματος και τη διδακτική-μαθησιακή διαδικασία. 


 

Είναι φυσικό, λοιπόν, ο ορθόδοξος μαθητής να αναπτύσσει την ορθόδοξη θρησκευτική συνείδησή στη Θ.Ε. Αυτή ποτέ δεν ταυτιζόταν με την ορθόδοξη κατήχηση, που προσφέρουν η χριστιανική οικογένεια και η Εκκλησία στα μέλη του Σώματος του Χριστού. Πώς θα μπορούσε να γίνει αυτό σε «υποχρεωτικό μάθημα» σχολείου χωρίς εκκλησιαστική ζωή και «μυστήρια»; Εκπεφρασμένα η Εκκλησία δεν ζητεί να εισαχθεί η κατήχηση στο σχολείο.

Πρώτη φορά οι αποφάσεις του ΣτΕ θέτουν την αλλαγή του κανονιστικού πλαισίου της Θ.Ε., με επιχειρήματα νομικά, αλλά και παιδαγωγικά και θεολογικά («άστοχα ή αντίθετα» με τη διδασκαλία αυτών των επιστημών). Πώς, λοιπόν, θα διαμορφωθεί το νέο κανονιστικό πλαίσιο βάσει του οποίου θα αναμορφωθεί δευτερευόντως το Πρόγραμμα Σπουδών; Πώς θα ερμηνευθεί ότι «ότι το μάθημα αυτό απευθύνεται αποκλειστικά στους ορθόδοξους χριστιανούς μαθητές»; 

Ορθώς η υπουργός πρόταξε το κανονιστικό πλαίσιο έναντι του Προγράμματος Σπουδών. Δεν μπορεί να επιστρέψει στο προηγούμενο Αναλυτικό Πρόγραμμα Σπουδών (2003), γιατί με το ίδιο σκεπτικό δεν σκοπεύει στην καλλιέργεια της ορθόδοξης θρησκευτικής συνείδησης. Ούτε στα προηγούμενα βιβλία, αφού κρίθηκαν από την Ιερά Σύνοδο ότι έχουν «…χαρακτήρα θρησκειολογικόν με έντονα τα χαρακτηριστικά γνωρίσματα της ορθολογιστικής προτεσταντικής και κυρίως γερμανικής θεολογίας, η οποία είναι ασυμβίβαστος με την ορθόδοξον Χριστιανικήν Πίστιν…» (27-11-2006).

Σκοπεύει η ηγεσία του υπουργείου Παιδείας να διαμορφώσει ένα ορθόδοξο μάθημα, ομολογιακό (το ρυθμίζει η Πολιτεία διαλεγόμενη με την Εκκλησία) και ανοιχτό, ώστε να το παρακολουθούν οι ορθόδοξοι και όσοι το επιθυμούν, όπως ήταν πολλές δεκαετίες, παρέχοντας τη δυνατότητα εξαίρεσης-παρακολούθησης εναλλακτικής Θ.Ε. για τις «θρησκείες του κόσμου», όταν «συγκεντρώνεται ικανός αριθμός μαθητών που απαλλάσσονται» ή σκοπεύει, πρώτη φορά στην Ελλάδα, να διαμορφώσει ένα ορθόδοξο κατηχητικό μάθημα για τους ορθοδόξους (το ρυθμίζει η Εκκλησία με εποπτεία του κράτους) και αντίστοιχα άλλα κατηχητικά μαθήματα, για όσους απαλλάσσονται; 

Είναι φανερό ότι οι όροι «αποκλειστικά» και «ισότιμο μάθημα» δημιουργούν σε αυτούς που προσέφυγαν στο ΣτΕ και κατ’ επέκταση στο υπουργείο ένα νέο ζήτημα που ο χειρισμός του αλυσιδωτά μπορεί να προκαλέσει προβλήματα στο status του μαθήματος και των θεολόγων στο σχολείο, στις Θεολογικές Σχολές, στην Εκκλησία, στις θρησκευτικές κοινότητες και στις οικογένειες των μαθητών. Απαιτείται διάλογος μεταξύ ειδικών και ενδιαφερομένων και σχεδιασμός. Δεν μπορεί μία παράδοση 180 χρόνων ορθόδοξης Θ.Ε., πάντα ανοιχτής σε κάθε νεανική ψυχή που αναζητεί και αναρωτιέται, και που είναι «επιστημονικό παράδειγμα», επειδή στην πράξη δεν αποκλείει και δεν διαχωρίζει τους μαθητές σε πιστούς και μη πιστούς, στα ευρωπαϊκά και διεθνή φόρα της Θρησκειοπαιδαγωγικής, να αλλάξει σε μία μέρα. 

* Ο κ. Κουκουνάρας-Λιάγκης είναι επίκουρος καθηγητής Διδακτικής των Θρησκευτικών, Τμήμα Θεολογίας, ΕΚΠΑ.