Του Γιώργου Στριλιγκά
Σχολικού Συμβούλου Θεολόγων Κρήτης
και Προέδρου του Παγκρητίου Συνδέσμου Θεολόγων
Η χρονιά που πέρασε δεν ήταν η καλύτερη για τα θεολογικά μας πράγματα. Ενδεικτική η κατακλείδα, τα πρόσφατα επεισόδια της δημόσιας αντιπαράθεσης για το μάθημα των Θρησκευτικών. Ο θεολογικός κόσμος τα πληροφορήθηκε, μέσα στο κλίμα των αγίων ημερών, με έκπληξη και αρκετή λύπη. Ηθικός αυτουργός, που έδωσε αφορμή για το νέο θόρυβο, η επιστολή της 7ης Δεκεμβρίου 2010 προς την Υπουργό Παιδείας και στη συνέχεια η μονόπλευρη σχετική ανακοίνωση του Διοικητικού Συμβουλίου της Πανελλήνιας Ένωσης Θεολόγων.
Όλοι οι θεολόγοι εκπαιδευτικοί, στους οποίους περιλαμβάνεται και ο γράφων, παρακολουθούμε με ειλικρινή έγνοια και τελικά με έντονη ανησυχία, κάθε λέξη που γράφεται, κάθε πρόταση που κατατίθεται για το μάθημά μας. Όλοι μας έχουμε άποψη, την οποία προσπαθούμε ταπεινά να βελτιώσουμε. Όλοι αγωνιζόμαστε, με όσες δυνάμεις διαθέτουμε, να συμβάλουμε στο έργο της αγωγής των παιδιών μας και να βρούμε τον καλύτερο τρόπο για τη συνέχιση και τη δημιουργική ανανέωσή της. Προσωπικά θεωρώ τις προσπάθειες όλων των επιστημονικών ενώσεων των θεολόγων ωφέλιμες, κάθε πρόταση καλοπροαίρετη και κάθε συνάδελφο ως άνθρωπο καλής θέλησης.
Όμως, όταν από μια σπίθα ξεσπά πυρκαγιά και ο δημόσιος διάλογος ντύνεται το μανδύα αγοραίας χυδαιότητας ή έστω επικοινωνιακής επιπολαιότητας, τότε η όποια ανησυχία μετατρέπεται σε αγωνία. Είναι η στιγμή που οι θεολόγοι, εάν δεν μπορούμε να συνεννοηθούμε με παιδαγωγικούς όρους, οφείλουμε να ανατρέξουμε στη θεολογική γλώσσα για να αναζητήσουμε ξανά το νόημα των όρων διάκριση, συγχώρηση και κοινωνία.
Ας ξαναπάμε στην αρχή των γεγονότων. Όταν διάβασα τις απλουστευτικές και γενικευτικές κρίσεις στα κείμενα του Δ.Σ. της Π.Ε.Θ., θορυβήθηκα για τις ευάριθμες ανυπόστατες ανακρίβειες. Τα πράγματα βοούσαν ότι ήταν βεβιασμένη και αδικαιολόγητη ενέργεια. Αυτό τεκμηριώνεται αβίαστα και ακράδαντα από το ιστορικό του θέματος και την πλούσια βιβλιογραφία και αρθρογραφία για τα σχετικά ζητήματα. Έτσι, δεν εξεπλάγην όταν ακολούθησε έντονη διαμαρτυρία-διάψευση από το Σύμβουλο του Π.Ι., ο οποίος δεν ήταν ο μόνος θιγόμενος.
Η υπαναχώρηση από πλευράς Π.Ε.Θ. ήταν μονόδρομος. Πράγματι, πριν τη φωνή αλέκτορος, η Γραμματεία της Π.Ε.Θ. με νέα ανακοίνωση ανακάλεσε τα τρία βασικά σημεία της αρχικής καταγγελίας. Παρ? όλα αυτά, η ανακοίνωση δημιούργησε νέα έκπληξη αφήνοντας εμβρόντητο κάθε νουνεχή αναγνώστη. Εκείνα τα «κακώς ίσως (= «κατά το δοκούν») αντιληφθήκαμε», «κατά τη δική μας φαντασία», «πιθανώς η ομάδα να μην είναι τόσο μονόπλευρη, όσο την νομίσαμε» δεν είναι ήσσονος σημασίας, παρά την αμφιλεγόμενη ελαφρυντική επίκληση, στο προοίμιο της ανακοίνωσης, ότι «δεν μπορεί να συζητάς με λογική βάση». Η μετάνοια δεν μπορεί να είναι μεμψίμοιρη, ειρωνευόμενη, επιθετικά εγωιστική. Αυτονόητα πράγματα για θεολόγους.
Επιπλέον, οι αρχικές ανακρίβειες, δίκην καταγγελιών, ήταν περιεχόμενο βαρύνουσας επιστολής προς την Υπουργό Παιδείας. Εάν, όπως φαίνεται στην όψιμη ανακοίνωση, δεν υπήρξε ακριβής αποτίμηση και αποτύπωση μιας διεξαχθείσας συζήτησης, άραγε, στάλθηκε διόρθωση στο βασικό αποδέκτη των καταγγελιών; Γιατί σιώπησαν οι υπαίτιοι όταν ακολούθησε σκόπιμη και βορβορώδης αναπαραγωγή των ανακριβειών και ο απαξιωτικός θόρυβος στράφηκε πέρα από τα πρόσωπα στο ίδιο το μάθημα των Θρησκευτικών;
Είναι απαράδεκτο θεολόγοι να εγκαλούν θεολόγους, να βάζουν απέναντι όσους, κατά τη δική τους εκτίμηση, έχουν διαφορετική άποψη, να χρωματίζουν «κατά το δοκούν» και να υπαινίσσονται αβάσιμα. Πολύ περισσότερο, αυτή η τακτική δεν επιτρέπεται σε Μέλη Συμβουλίου που εκπροσωπεί θεολόγους.
Δεν θα άξιζε να ασχοληθεί κανείς με όλα τα παραπάνω, εάν αυτά δεν είχαν τεράστια σημασία για τα μείζονα και σπουδαία του μαθήματός μας. Υπάρχουν πολλά ζητήματα, ακόμη και στις θέσεις της Π.Ε.Θ., που χρειάζονται αποσαφήνιση. Ίσως, τα πράγματα δεν είναι άσπρα η μαύρα. Για παράδειγμα, απολύτως επιλεκτικά και δειγματικά, ενδιαφέρομαι πάρα πολύ να μάθω εάν η πρόταση που παρουσίασε η Π.Ε.Θ. για το Λύκειο, στο Υπόμνημα της 11ης Ιουνίου 2010, είναι επίσημη και τελική πρόταση για το Λύκειο. Ενδιαφέρομαι να μάθω περισσότερα πράγματα γι? αυτό που αναφέρεται στην πρόταση «να καταστήσουμε το μάθημα των Θρησκευτικών ένα «ανοικτό» και διαλεγόμενο με την εποχή μας μάθημα». Με ενδιαφέρει πάρα πολύ να πληροφορηθώ πώς αντιλαμβάνονται οι συντάκτες της πρότασης τη διδακτική προσέγγιση στις ενότητες 1-6, των κεφαλαίων Α΄ και Β΄ της Γ΄ Λυκείου.
Παραθέτω ως έχει το σχετικό ενδιαφέρον απόσπασμα από την πρόταση, με τις προτεινόμενες διδακτικές ενότητες:
Α? Ο Θεός
1. Ο θεός των φιλοσόφων
α) Προσωκρατικοί - κλασσικοί, β) Καντ ? Πασκάλ, γ) Νίτσε ? Καμύ, δ) Σάρτρ - Βιττγκεστάϊν
2. Ο θεός των επιστημόνων
α) Γαλιλαίος ? Νεύτων, β) Δαρβίνος - Αϊνστάϊν, γ) Hawking, δ) Collins
3. Ο θεός των αθέων
α) Φιλοσοφική αθεΐα: Νίτσε, β) «Επιστημονική» αθεΐα: Dawkins, Davies
4. Ο θεός των σκηνοθετών
α) Ταρκόφσκυ, β) Μπέργκμαν, γ) Ντράγιερ
5. Ο θεός των καλλιτεχνών
α) Έλιοτ, β) Ντοστογιέφσκυ, γ) Tavener, δ) Τσαρούχης
Β? Το πρόσωπο του Ιησού
6. Ο Ιησούς των καλλιτεχνών
α) Τζεφιρέλλι, β) Γκίμπσον, γ) Σκορτζέζε, δ) Καζαντζάκης
Πολύ περισσότερο, ενδιαφέρομαι να μάθω γιατί, τη στιγμή που κανείς δεν ζητά αναθεώρηση του status του μαθήματος, τουλάχιστον για την υποχρεωτική εκπαίδευση, η Ένωση προτείνει διπλό μάθημα Θρησκευτικών, δηλ. «οργάνωση διδασκαλίας της δικής τους θρησκευτικής αντίληψης και σ' αυτούς που δεν είναι ορθόδοξοι, χωρίς κανέναν ρατσιστικό αποκλεισμό. (όπως γίνεται στη Γερμανία)». Βλ., στο Υπόμνημα της Π.Ε.Θ., στις 10 Μαρτίου 2010, προς τη Συνοδική Επιτροπή για την Παιδεία. Πώς θα γίνει αυτό στο Δημοτικό και στο Γυμνάσιο; Επίσης, τι σημαίνει «όπως γίνεται στη Γερμανία»; Δηλ. με έγκριση του διορισμού των θεολόγων εκπαιδευτικών από τις θρησκευτικές κοινότητες; Συμφωνούν όλοι οι θεολόγοι με αυτές τις προτάσεις ή μήπως είναι θέσεις που διεκδικούν το αλάθητο; Τέτοια θέματα, που είναι πολύ σοβαρά, και πολλά άλλα, θα μπορούσαν να είναι ερωτήματα εργασίας, με ζητούμενο τη συνεννόηση.
Θα περίμενε κανείς από την καθ? όλα σεβαστή Πανελλήνια Ένωση Θεολόγων να συγκαλέσει μια έκτακτη γενική συνέλευση για τα φλέγοντα θέματα που μας απασχολούν. Να προκαλέσει η ίδια ένα γόνιμο και δημιουργικό διάλογο, με μοναδικό ερώτημα «πώς μπορεί να γίνει το μάθημα των Θρησκευτικών καλύτερο και πιο δυνατό».
Να καλέσει όλα τα παραρτήματά της και τις λοιπές Θεολογικές Ενώσεις και Συνδέσμους της χώρας για ανταλλαγή απόψεων και προτάσεων. Να διεκδικήσει από τις Θεολογικές Σχολές τεκμηρίωση και από τη διοικούσα Εκκλησία ομοψυχία. Να ηγηθεί συνθετικά και αποτελεσματικά στο δρόμο για την προάσπιση και προαγωγή του μαθήματός μας. Τέτοιες ενέργειες, ακόμη και εάν δεν τελεσφορούσαν, θα έδειχναν ότι οι θεολόγοι έχουμε κουλτούρα διαλόγου και θα έδιναν μια καλή μαρτυρία αποφασιστικής ενότητας όπου χρειάζεται. Επιπλέον, ο πρωταγωνιστής θα αποσπούσε αξιωματικά τον πανελλήνιο έπαινο.
Αντί όλων αυτών, γινόμαστε κοινωνοί ανακοινωθέντων, καταγγελιών, ανεπαρκών δημοσιευμάτων από μεμονωμένους αρθρογράφους που αυτοπροβάλλονται ως εκπρόσωποι του θεολογικού κόσμου. Βεβαίως, ακόμη και αυτά δεν είναι ολοσχερώς απορριπτέα, φτάνει να είναι τόποι κοινής αναφοράς ή, κυρίως, να είναι αποτελέσματα εμβριθούς επεξεργασίας και χαρισματικής πνοής. Απεναντίας, είναι αποδοκιμαστέα όταν δεν αίρονται στο ύψος των περιστάσεων, όταν είναι ανεπαρκή, όταν χρησιμοποιούν παρωχημένη και ξύλινη γλώσσα, όταν είναι αντιφατικά, όταν προσφέρονται για αξιοποίηση από τους μισαλλόδοξους, τους αδιάβαστους και τους φοβικούς.
Βρισκόμαστε σε μια εποχή που οι διακονούντες το μάθημα των Θρησκευτικών επιβάλλεται με φρόνηση και σοβαρότητα να επιστρατεύσουμε όλες μας τις δυνάμεις για ενότητα. Για την επίτευξη του σκοπού επιβάλλεται διάλογος με πνεύμα γόνιμης συνάντησης με την άλλη άποψη, που ενδεχομένως να μην είναι άλλη άποψη.
Ο Σωτήρας του κόσμου, φανερώθηκε στην ταπεινή Βηθλεέμ, αντί της Ναζαρέτ, με αφορμή τη θύραθεν εξουσιαστική προσταγή της απογραφής. Στη συνέχεια, «νόμον εκπληρών» καταδέχθηκε την περιτομή, την οποία αργότερα κατάργησε. Τα εμπόδια δεν σταμάτησαν την πραγματοποίηση των προφητειών και των οραμάτων. Το ξεκίνημα έγινε. Εμείς δυσκολευόμαστε ακόμη και να συζητήσουμε; Το τραπέζι είναι κοινό, όπως διδάσκει η γνωστή παραβολή. Ο οικοδεσπότης είναι ένας. Εάν είχα τη δυνατότητα να επιλέξω ρόλο ανάμεσα στους δυο γιους του φιλεύσπλαχνου πατέρα, θα προτιμούσα εκείνον που τελικά βρέθηκε στο τραπέζι συνδαιτημόνας.
Πηγή: http://e-theologia.blogspot.com/2011/01/blog-post_9602.html