Ολόκληρο το άρθρο του συγγραφέα Σταύρου Ζουμπουλάκη στο περιοδικό ΣΥΓΧΡΟΝΑ ΘΕΜΑΤΑ τεύχος Ιούλιος - Δεκέμβριος 2016
Η Ιεραρχία της Εκκλησίας της Ελλάδος δεν συζητάει, ως γνωστόν, ποτέ τίποτε· συνέρχεται αποκλειστικά και μόνο για να εκλέγει νέους μητροπολίτες στις χηρεύουσες μητροπόλεις. Στη σύνοδο, όμως, της Ιεραρχίας της 4ης Οκτωβρίου 2016 τα πράγματα ήταν διαφορετικά: η Ιεραρχία κλήθηκε να συζητήσει την πολυσέλιδη εισήγηση του αρχιεπισκόπου Ιερωνύμου με θέμα: «Εκκλησιαστικοί προβληματισμοί. Χτες, σήμερα, αύριο». Επιτέλους.
Η εισήγηση εξηγεί αρχικά την αποστολή της Εκκλησίας, όπου, μεταξύ πολλών άλλων σωστών, διαβάζουμε και ότι «η Εκκλησία πάνω απ’ όλα είναι ζωή και η ζωή δεν ορίζεται αλλά βιώνεται. Βιώνεται μέσα από τον διάλογο, που ο ίδιος ο Κύριός μας ανοίγει με τον άνθρωπο κάθε εποχής προκειμένου να απαντήσει στα μεγάλα υπαρξιακά του προβλήματα και ερωτήματα». Θαυμάσια. Και ποια είναι αυτά τα μεγάλα υπαρξιακά ερωτήματα των ανθρώπων της εποχής μας; Για ποιο πράγμα αγωνιούν; Για ένα και μόνο, σύμφωνα με την εισήγηση: για το παρελθόν, το παρόν και το μέλλον -κυρίως αυτό- της εκκλησιαστικής περιουσίας. Ανταποκρινόμενη, λοιπόν, σε αυτή την αγωνία των ανθρώπων, η εισήγηση μιλάει για οκάδες χρυσού και αργύρου, οικόπεδα, στρέμματα, απαλλοτριώσεις, συμβολαιογραφικά έγγραφα, δικαστικές διεκδικήσεις. Η κεντρική ιδέα είναι η εξής: η Εκκλησία έχει προσφέρει πολλά στο ελληνικό έθνος, στο κράτος και την κοινωνία, από την Επανάσταση του 1821 μέχρι σήμερα, ώστε δικαιούται τώρα να συντηρείται οικονομικά από το κράτος. Η αποστολή της Εκκλησίας αποσαφηνίστηκε και η αγωνία των ανθρώπων κατευνάστηκε!
Θα αδικούσα όμως την εισήγηση, αν άφηνα να εννοηθεί ότι περιορίζεται στα περιουσιακά. Θέτει και άλλο ένα ζήτημα: τον χωρισμό Εκκλησίας και Πολιτείας. Το σχετικό κεφάλαιο (αρ. 10) αρχίζει με την παράθεση απόψεων: «του αγαπητού αδελφού, του Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτου Πειραιώς κ. Σεραφείμ». Ο γνωστός φονταμενταλιστής, αντισημίτης, υποστηρικτής κάποτε της Χρυσής Αυγής, αντί να καταδικάζεται, επαινείται και επιβραβεύεται. Δεν μπορούσε πουθενά αλλού να θεμελιώσει την άποψή του ο σημερινός αρχιεπίσκοπος; Ασφαλώς και μπορούσε· ήθελε όμως τη συμμαχία του Σεραφείμ και όλων των φονταμενταλιστών. Και ποια είναι αυτή η άποψη εν προκειμένω; «Η Εκκλησία, κατά την άποψή μου, δεν πρέπει να ζητήσει ποτέ τον χωρισμό από τον λαό της, γιατί αυτό επιδιώκεται. Εκεί αποβλέπει το εγχείρημα. Η Εκκλησία υπήρξε, είναι και θα υπάρχει μάνα αυτού του λαού με ό,τι αυτό σημαίνει. Η Πολιτεία, αν το θελήσει και έχει τη συγκατάθεση αυτού του λαού, ας το επιχειρήσει, τηρώντας βεβαίως τις υποχρεώσεις που έχει αναλάβει απέναντι της Εκκλησίας και τις σχετικές συμβάσεις». Μα ποιος είπε ποτέ ότι χωρισμός Εκ- κλησίας-Πολιτείας σημαίνει τον χωρισμό της Εκκλησίας από τους ανθρώπους, από τον λαό; Και αν αυτό πράγματι επιδιώκεται, είναι στο χέρι και στην αποστολή της Εκκλησίας να μην το αφήσει να γίνει. Ας δώσει, με πίστη και ελπίδα, τη μαρτυρία του Ευαγγελίου και ας καλέσει τους ανθρώπους, με τον λόγο και το έργο της, να ακολουθήσουν τον Χριστό. Ποιος την εμποδίζει;
Αν τα πράγματα έμεναν σε όσα και όπως ειπώθηκαν στην εισήγηση αυτή προς την Ιεραρχία, δεν θα υπήρχε μάλλον λόγος να ασχοληθούμε μαζί της. Θα ήταν απλώς άλλη μια ανούσια και βαρετή στιγμή του ίδιου του αρχιεπισκόπου και όλης της Ιεραρχίας. Τα πράγματα όμως είχαν συνέχεια. Ακολούθησαν πολλά, άλλα δημόσια και φανερά, άλλα κρυφά και παρασκηνιακά. Θα σταθώ στη συνέντευξη του αρχιεπισκόπου Ιερωνύμου στον δημοσιογράφο Αλέξη Παπαχελά, στον τηλεοπτικό σταθμό Σκάι (Ι.ΙΙ.20Ι6). Στη συνέντευξη αυτή ο αρχιεπίσκοπος στράφηκε, με δεσποτική μοχθηρία, κατά του υπουργού Παιδείας, χαρακτηρίζοντάς τον με βαριά λόγια· επιδοκίμασε τον χωροφύλακα-μητρο- πολίτη Καλαβρύτων Αμβρόσιο, υποστη- ρικτή και αυτόν της Χρυσής Αυγής, τον άνθρωπο που κατά την κορυφαία ημέρα του Χριστιανισμού, τη Μεγάλη Παρασκευή, ευχόταν και προσευχόταν δημόσια να σαπίσει το χέρι του Φίλη· σχετικά με τους πρόσφυγες είπε ότι η Εκκλησία θα φροντίσει πρώτα τους Έλληνες και μετά βλέπουμε και για τους ξένους, ενώ στην εισήγηση του Οκτωβρίου έλεγε ότι «“πλησίον” δεν είναι ο ομοεθνής, δεν είναι ο ομόθρησκος, δεν είναι ο ομόγλωσσος, δεν είναι ο ομοϊδεάτης [...] “Πλησίον” είναι ο “ποιήσας το έλεος”» - το αναφέρω αυτό όχι για να επισημά- νω αντιφάσεις, αλλά για πω απλούστερα ότι ο αρχιεπίσκοπος και η πλειονότητα των ιεραρχών δεν πιστεύουν τίποτε από όσα υψηλά θεολογικά λένε· τοποθετήθηκε ουσιαστικά κατά της ανέγερσης τζαμιού στην Αθήνα, ο ίδιος άνθρωπος που στην εισήγηση του Οκτωβρίου έκανε λόγο «για την επιτακτική ανάγκη νομικής προστασίας της θεμελιώδους αρχής της θρησκευτικής ελευθερίας τόσο για την “επικρατούσα θρησκεία” όσο και τις νομίμως υφιστάμενες στην Ελλάδα άλλες “γνωστές θρησκείες”»· οι πρόσφυγες απειλούν να μουσουλμανοποιήσουν την Ελλάδα, ισχυρίστηκε, η δε προσφυγική κρίση έχει προγραμματιστεί από γνωστά κέντρα και εκτελείται κατά γράμμα, με σκοπό την αλλοίωση του τόπου, δηλαδή τον αφελληνισμό και τον αποχριστιανι- σμό του. Κοντολογίς, όλος ο ακροδεξι- ός λόγος συμπυκνωμένος. Η συνέντευξη περιείχε και πολλά άλλα μαργαριτάρια, όπως, επί παραδείγματι, ότι ο Μουσουλμανισμός δεν είναι θρησκεία. Τέλος, ο αρχιεπίσκοπος απείλησε, ούτε λίγο ούτε πολύ, ότι μπορεί, σε συμφωνία με τον αρχηγό των ΑΝΕΑ, να ρίξει την κυβέρνηση, της οποίας προφήτεψε και τη διάρκεια: πέντ’ έξι μήνες.
Η συνέχεια είναι γνωστή: η κυβέρνηση συμμορφώθηκε με την αρχιεπισκοπική απαίτηση και καθαίρεσε τον υπουργό Παιδείας. Ενόψει της δεύτερης αξιολόγησης και πρόσθετων, σκληρών οικονομικών μέτρων που ίσως αναγκαστεί να λάβει, δεν θέλει να έχει ανοιχτό και ένα ακόμη μέτωπο, με την Εκκλησία. Η κυβέρνηση αυτή, όπως και όλες οι προηγούμενες, ακολουθώντας την κεντρική μεταπολιτευτική γραμμή, ότι καλό είναι γενικά να μην έχουν μπελάδες με την Εκκλησία, δεν μπορεί να διανοηθεί πόσο μεγάλη υπηρεσία θα πρόσφερε, εκτός όλων των άλλων, και στους ίδιους τους χριστιανούς, αν προχωρούσε στον χωρισμό Εκκλησίας και κράτους. Το γεγονός αυτό θα οδηγούσε την Εκκλησία, αν έχει πράγματι την πνευματική δύναμη που ισχυρίζεται ότι έχει, να αναλάβει η ίδια την ευθύνη της παρουσίας και της μαρτυρίας της μέσα στην κοινωνία, με τρόπο ουσιαστικό, μακριά από τις τελετές της κρατικής εθιμοταξίας.
Η πολυσέλιδη εισήγηση του αρχιεπισκόπου Αθηνών στη σύνοδο της Ιεραρχίας της Εκκλησίας της Ελλάδος, η στάση του για το μάθημα των Θρησκευτικών, η συμμαχία του με τον Αμβρόσιο και τον Σεραφείμ, η ταύτισή του με την αρτηριοσκληρωτική Πανελλήνια Ένωση Θεολόγων ενάντια στην ομάδα των θεολόγων καθηγητών που ετοίμαζε, για πολύ καιρό και υπό τις ευλογίες του, τα νέα προγράμματα του μαθήματος, η κυνική καθαίρεση του συνεργάτη του Σταύρου Γιαγκάζογλου από τη διεύθυνση του περιοδικού Θεολογία, που γνώρισε στις μέρες του και χάρις σε αυτόν την καλύτερη περίοδό του, η συνέντευξη στον Παπαχελά, όλα αυτά μαζί και απανωτά, ξάφνιασαν πολλούς, οι οποίοι άρχισαν να κάνουν λόγο για στροφή Ι80 μοιρών του αρχιεπισκόπου. Ξαφνιάστηκαν, επειδή αγνοούν τα εκκλησιαστικά πράγματα. Η στροφή είναι 360 μοιρών. Στην Ελλάδα είναι πολύ λίγοι αυτοί που γνωρίζουν την εκκλησιαστική ζωή εκ των ένδον, όντας ταυτόχρονα σε θέση να την κρίνουν. Για αυτούς τους λίγους όλα τα παραπάνω δεν αποτελούν έκπληξη.
Αλλά ποιος είναι ο αρχιεπίσκοπος και ποια είναι η πνευματική εμβέλειά του; Είναι ένας άνθρωπος που έζησε δίπλα στον Σεραφείμ, κατά τα χρόνια της αρχι- επισκοπείας του ως γραμματέας και αρ- χιγραμματέας της Συνόδου (Ι978-Ι98Ι) και συνεργάστηκε αγαστά μαζί του και εν συνεχεία ως μητροπολίτης Θηβών. Θυμίζω ότι ο Σεραφείμ ήταν εκείνος που πέτυχε το εξής μοναδικό: διορίστηκε αρχιεπίσκοπος από τη σκληρότερη εκδοχή της δικτατορίας, τη χούντα του Ιωαννίδη, και κατά τη Μεταπολίτευση εμφανίστηκε σχεδόν ως αντιδικτατορικός. Η πολιτική του Σεραφείμ ήταν απλή: αφήνω τα πράγματα όπως είναι, δεν κάνω τίποτε, και φροντίζω μόνο να ελέγχω τις εκλογές νέων μητροπολιτών, ώστε να ελέγχω την Ιεραρχία και να μένω αμετακίνητος στη θέση μου. Τα κατάφερε: έμεινε αρχιεπίσκοπος επί 24 χρόνια (Ι2.Ι.1974- 10.4.1998), περισσότερα από κάθε άλλον στην ιστορία της Εκκλησίας της Ελλάδος. Καλές σχέσεις με την εξουσία και σύγκρουση μαζί της, μόνο όταν θίγεται το ζήτημα της περιουσίας. Σε αυτό το σχολείο μαθήτευσε ο νυν αρχιεπίσκοπος και αυτό ξέρει να κάνει. Ένας κουρασμένος, αστικός σεραφειμισμός, αυτή είναι η πολιτική του. Λέω «αστικός» συμβατικά, για να τον διακρίνω από τον αγροικικό τρόπο του διδασκάλου του. Όσο για την εμβέλειά του, θεωρώ ότι σε μια ζωντανή Εκκλησία θα ήταν ένας καλός εφημέριος μιας επαρχιακής ενορίας. Είναι απαίδευτος, έχει δεκάδες χρόνια να διαβάσει βιβλίο, αγνοεί τι γίνεται στον υπόλοιπο χριστιανικό κόσμο. Ξέρει πάντως ένα πράγμα: τα περιουσιακά της Εκκλησίας. Είναι η έμμονη ιδέα του. Το 2012 εξέδωσε σχε- τικώς το βιβλίο Εκκλησιαστική περιουσία και μισθοδοσία του κλήρου, και το 2016 την Απάντηση στα μυθεύματα του αντι- κληρικαλιστικού λαϊκισμού. Αδιαφορεί εντελώς για τη γνώμη της κοινωνίας. Η αναφορά του είναι οι άλλοι δεσποτάδες. Η Ιεραρχία είναι το σύμπαν του. Όταν κλείσει ο κύκλος της αρχιεπισκοπείας του και της ζωής του, ποιος λόγος του θα έχει μείνει ως πνευματική παρακαταθήκη στους πιστούς και σε όλους εν γένει τους ανθρώπους καλής θελήσεως;
Ας μη στρέφουμε ωστόσο αποκλειστικά την κριτική προς το πρόσωπό του. Και όποιος άλλος να ήταν από την Ιεραρχία στη θέση του τα ίδια θα έκανε, άλλος λίγο καλύτερα και οι περισσότεροι χειρότερα. Όλη η Ιεραρχία σκέφτεται με τον ίδιο τρόπο. Έχει μια φολκλορική αντίληψη για τον Χριστιανισμό, συγχέει τον Χριστιανισμό με τον πατριωτισμό, την Εκκλησία με το έθνος, τη συγκινούν περισσότερο οι εθνικοί ήρωες από τον Χριστό, και αδυνατεί πλήρως να απευθυνθεί στον σύγχρονο άνθρωπο, ιδίως τον νέο, να σκεφτεί και να αναλύσει το παρόν και να προπαρασκευάσει το μέλλον ενός Χριστιανισμού συμφιλιωμένου με τον σύγχρονο κόσμο.