Ως πότε ακόμα;

Η Αριστερά απέναντι στον σφιχτό εναγκαλισμό Κράτους-Εκκλησίας

 του Κωνσταντίνου Τσιτσελίκη

ΛΕΖΑΝΤΑ: Έργο του Στέλιου Φαϊτάκη



 

 

Η πρόσφατη συζήτηση για την απαλλαγή από το μάθημα των θρησκευτικών στα σχολεία έφερε μάλλον αναπάντεχα στο προσκήνιο ένα ζήτημα το οποίο αποτελεί προγραμματική αξίωση της Αριστεράς εδώ και δεκαετίες: την κατοχύρωση των διακριτών ρόλων μεταξύ Πολιτείας και Εκκλησίας. Και, στην πράξη, την αξίωση για την κατοχύρωση της θρησκευτικής ελευθερίας για όλους χωρίς προνομιακή μεταχείριση της πλειονότητας, την αυτονόμηση των θρησκευτικών κοινοτήτων από το κράτος με συνέπεια την ουδετερότητα του τελευταίου, όπου βέβαια χρειάζεται, απέναντι στο θρησκευτικό φαινόμενο. Πολλές θεσμικές λύσεις μπορούν να υλοποιήσουν μια τέτοια πορεία εκκοσμίκευσης. Κάποια δειλά βήματα έχουν γίνει αλλά παραμένουν εντελώς ανεπαρκή, όπως η άρση του βέτο του τοπικού μητροπολίτη για τις άδειες ανέγερσης ευκτήριου οίκου ή ναού άλλου δόγματος ή θρησκείας, καθώς και η δυνατότητα καύσης νεκρών, η οποία όμως δεν έχει καν έχει εφαρμοστεί.

 

Ο Αρχιεπίσκοπος, πριν λίγες μέρες, αναφέρθηκε στο Σύνταγμα, μιλώντας για «ελληνοχριστιανική συνείδηση» των Ελλήνων. Η διολίσθηση αυτή σε όρο που δεν υπάρχει φανέρωσε την εδραιωμένη πεποίθηση και ηγεμονική στάση της Εκκλησίας ότι οποιαδήποτε έκφανση του θρησκευτικού φαινομένου ανήκει στο χώρο της «επικρατούσας θρησκείας». Ωστόσο το άρθρο 16 παρ. 2 αναφέρεται στην υποχρέωση του κράτους να καλλιεργεί την –όποια– θρησκευτική συνείδηση των πολιτών, όχι όμως υποχρεωτικά την Ορθόδοξη. Ο Αρχιεπίσκοπος δεν διαβάζει όμως και την συνέχεια της ίδιας διάταξης, δηλαδή την αποστολή του κράτους να διαπλάθει «ελεύθερους και υπεύθυνους πολίτες». Παράλληλα, συνήθως η ρητορική αυτή παρακάμπτει την προστασία της καθολικής θρησκευτικής ελευθερίας που θεσπίζει το άρθρο 13, όχι μόνο τη «δική μας» αλλά και των «άλλων».

Το κράτος ασφαλώς νομοθετεί και αποφασίζει ύστερα από πολιτικό διάλογο και κοινωνική διαβούλευση, ενδεχομένως με τη σταδιακή απορρόφηση των πολιτικών κραδασμών. Σε κάθε περίπτωση, όμως, νομοθετεί και αποφασίζει «μονομερώς» και χωρίς θεσμικό εταίρο όπως κακώς θεωρούμε ότι συνεπάγεται ο σφιχτός εναγκαλισμός Πολιτείας-Ορθόδοξης Εκκλησίας, αφού αυτό τον έχουμε για τα καλά εσωτερικεύσει.

Πριν λίγες μέρες, ως Ελληνική Ένωση για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου (ΕΕΔΑ) στείλαμε επιστολή στον υπουργό Παιδείας, επισημαίνοντας ότι «οι προϋποθέσεις απαλλαγής από το μάθημα των θρησκευτικών είναι τόσο ελαστικές όσο τα συντηρητικά αντανακλαστικά, ιδιαίτερα των τελευταίων κυβερνήσεων, και εν τέλει συναρτώνται προς τις εξαρτήσεις των εκάστοτε κυβερνώντων από την Ορθόδοξη Εκκλησία». Με την επιστολή ζητάμε να «κατοχυρωθεί πάγια, επιτέλους, η θρησκευτική ελευθερία γονέων και μαθητών με οδηγό τους θεμελιώδεις κανόνες προστασίας της ανεξιθρησκίας (άρ. 13 Σύνταγμα, άρ. 9 και 2, του 1ου Πρ. Ευρωπαϊκής Σύμβασης για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου) σε όφελος του κοινωνικού συνόλου. [...]. Το ζήτημα εντάσσεται ασφαλώς στον ευρύτερο κύκλο των σχέσεων Κράτους και Εκκλησίας που ταλανίζει τα δημόσια πράγματα επί μακρόν και σχετίζεται με την θρησκευτική ελευθερία και την εκκοσμίκευση της ελληνικής πολιτείας, η οποία ακόμα εκκρεμεί». Προσδοκούμε λοιπόν, «άμεση επίλυση του ζητήματος από την κυβέρνησή σας η οποία καλείται να ενσωματώσει τα θεμελιώδη δικαιώματα στις πολιτικές της και να κάνει ένα γενναίο βήμα μπροστά. Ευκαιρία και ανάγκη να θεσπιστούν τα αυτονόητα. Δηλαδή διακριτοί ρόλοι χωρίς αμοιβαίες παρεμβάσεις».

Η Ελληνική Ένωση για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου πριν δέκα χρόνια ακριβώς πρότεινε νομοθετικό πλαίσιο που θα κατοχύρωνε τους διακριτούς ρόλους. Επαναφέρουμε την πρόταση αυτή λαμβάνοντας τις μεταβολές που έχουν εν τω μεταξύ έχουν επέλθει. Επιγραμματικά αναφερόμενες, οι κυριότερες απαιτούμενες τροποποιήσεις θα πρέπει να αφορούν (H πλειονότητα των προτάσεων μας βασίζεται στο σχέδιο νόμου του 2005· βλ. εδώ και εδώ. Για το κείμενο του υπομνήματος, βλ. στο enthemata.wordpress.com)

Την επανεξέταση/κατάργηση της διδασκαλίας των θρησκευτικών με κατηχητικό περιεχόμενο, της πρωινής προσευχής και του υποχρεωτικού εκκλησιασμού των μαθητών.

Την ριζική τροποποίηση του νόμου 4301/2014 για την «οργάνωση της νομικής μορφής των θρησκευτικών κοινοτήτων και των ενώσεων τους στην Ελλάδα», προκειμένου να αρθεί το πλαίσιο διαφορετικών ταχυτήτων για τις θρησκευτικές κοινότητες και τη λειτουργία τους. Ο ορισμός της θρησκευτικής κοινότητας στο άρθρο 1 του Νόμου περιορίζει το δικαίωμα συλλογικής άσκησης της θρησκευτικής ελευθερίας στους κατοίκους «καθορισμένης γεωγραφικής περιοχής». Επίσης, επεμβαίνει αδικαιολόγητα στην αυτοδιοίκηση των θρησκευτικών κοινοτήτων. Έτσι: θα πρέπει να καταργηθεί η «διπλή ταχύτητα» μεταξύ των νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου (Ορθόδοξης Εκκλησίας, των Μουφτειών και των Ισραηλιτικών Κοινοτήτων) και υπαχθούν όλες στο ιδιωτικό δίκαιο.

Την υπαγωγή της Ορθόδοξης Εκκλησία της Ελλάδος και λοιπών εκκλησιαστικών ν.π.δ.δ. στο ιδιωτικό δίκαιο, η οποία θα είχε τις εξής συνέπειες:

α) Η σχέση εργασίας των έμμισθων και των άμισθων λειτουργών των θρησκευτικών κοινοτήτων που υπάγονταν στο καθεστώς του δημοσίου (Ορθόδοξοι κληρικοί και Μουφτήδες, διοικητικό προσωπικό) θα διέπεται σταδιακά από τις διατάξεις του ιδιωτικού δικαίου.

β) Η υπό κρατικό έλεγχο εκκλησιαστική περιουσία θα αποδεσμευτεί και θα αποδοθεί κατά πλήρη κυριότητα και νομή στην Εκκλησία.

γ) Η εκκλησιαστική περιουσία θα φορολογείται πλέον χωρίς προνομιακή μεταχείριση.

δ) Την κατάργηση των θρησκευτικών υπηρεσιών Υπουργείων (Στρατού, Σωμάτων Ασφαλείας).

ε) Τη μη αναγραφή του θρησκεύματος σε οιοδήποτε δημόσιο έγγραφο και την γενικότερη προστασία του δικαιώματος να μη φανερώνει κανείς τις θρησκευτικές του πεποιθήσεις.

στ) Την επανεξέταση και ενδεχομένως την κατάργηση διατάξεων του Ποινικού Κώδικα που ποινικοποιούν συμπεριφορά που θίγει θρησκεύματα ή προέρχεται από θρησκευτικούς λειτουργούς στο πλαίσιο των καθηκόντων τους (βλ. άρθρα 196 ΠΚ («Κατάχρηση εκκλησιαστικού αξιώματος»), 198 Π.Κ. («Κακόβουλη βλασφημία») και 199 ΠΚ («Καθύβριση θρησκευμάτων»), παρ. 2 του άρθρου 175 ΠΚ («Αντιποίηση») κ.άλ.).

ζ) Την απαγόρευση ανάρτησης θρησκευτικών συμβόλων στα δημόσια κτήρια, και ιδίως στα σχολεία και τα δικαστήρια (όπου η ανάρτηση σήμερα δεν έχει καν νομική βάση, δηλαδή δεν προβλέπεται από κανένα κανονισμό ή εγκύκλιο. Η πρακτική αυτή αποτελεί ίσως κορυφαία έκφραση ηγεμονίας του ιδεολογικού επί του όποιου κανονιστικού, δηλαδή της ταύτισης του κρατικού με το κυρίαρχο θρησκευτικό Ορθόδοξο μέσα από την πρακτική).

Η ριζική μεταρρύθμιση στις σχέσεις Πολιτείας-Εκκλησίας, όπως σκιαγραφήθηκε παραπάνω, υπακούει σε βασικές αρχές εκκοσμίκευσης του δημόσιου χώρου και της θέσμισης της πολιτικής εξουσίας χωρίς προνομιακή προστασία της Εκκλησίας. Η Ορθόδοξη Εκκλησία, ως θεσμός δεν χρειάζεται κάποια προστασία, αρκεί να θεσπιστεί η νομική της προσωπικότητα και τα κατοχυρωθεί η λειτουργικής της αυτονομία. Δεν θα πρέπει να την ενδιαφέρει αν αυτή η κατοχύρωση συμβαίνει σε λογική ισότητας, ότι, δηλαδή, και τα άλλα θρησκευτικά νομικά πρόσωπα θα τυγχάνουν παρόμοιας μεταχείρισης, καθώς αυτό επιτάσσουν βασικές συνταγματικές αρχές. Παρόμοια, κατοχυρώνεται η θρησκευτική ελευθερία των πιστών κάθε δόγματος και θρησκείας, με τους ενδεχόμενους περιορισμούς που ισχύουν σε μία δημοκρατική κοινωνία.

Ο διαχωρισμός, λοιπόν, των σχέσεων Πολιτείας-Εκκλησίας προϋποθέτει τον σεβασμό του θρησκευτικού φαινομένου και της ιστορικότητάς του, της αυτονομίας της οργανωτικής λειτουργίας των θρησκευτικών κοινοτήτων, αλλά και επιβάλει την απεξάρτηση του πολιτικού από την παρεμβατική θρησκευτική ηγεμονία. Ο διαχωρισμός και προσδιορισμός των ρόλων, καθαρών και διακριτών ρόλων, υπηρετεί το αμοιβαίο συμφέρον και το όφελος του κοινωνικού συνόλου, πλειονοτήτων και μειονοτήτων. Κατοχυρώνοντας, δηλαδή, τη θρησκευτική ελευθερία όσων εντάσσονται σε θρησκευτικές κοινότητες, με όρους ισοτιμίας από τη μια πλευρά και από την άλλη καλλιεργώντας την ιδιότητα του πολίτη, όλων των ελλήνων πολιτών, όσων ανήκουν σε θρησκευτικές κοινότητες και όσων δεν ανήκουν. Ας ξεκινήσουμε τον δημόσιο διάλογο με σαφή πολιτικό προσανατολισμό και στόχο, χωρίς τον φόβο του κόστους.

Διαφορετικά, αν η Αριστερά δεν το πράξει, κατά πόσον είναι Αριστερά;

Ο Κωνσταντίνος Τσιτσελίκης διδάσκει στο Πανεπιστήμιο Μακεδονίας και είναι πρόεδρος της Ελληνικής Ένωσης για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου.