Τον τίτλο αυτό φέρει ανακοίνωση που εξέδωσε η Ελληνική Ένωση για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου, με αφορμή την αντίδραση που προκάλεσε στον προκαθήμενο της Εκκλησίας της Ελλάδος, η πρόσφατη δημόσια τοποθέτηση της Αναπληρώτριας υπουργού Παιδείας για το ζήτημα της απαλλαγής από το μάθημα των θρησκευτικών.
Ειδικότερα η Ελληνική Ένωση για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου τονίζει τα ακόλουθα:
Α. Πρώτον, όσον αφορά την απαλλαγή από το μάθημα των θρησκευτικών, όπως αυτό διδάσκεται σήμερα: σύμφωνα με το Σύνταγμα (άρθρο 13) και την ΕΣΔΑ (άρθρο 2 του 1ου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου), εναπόκειται στους γονείς να προσδιορίζουν τη θρησκευτική εκπαίδευση του τέκνου τους με βάση τις θρησκευτικές και φιλοσοφικές τους πεποιθήσεις, χωρίς να χρειάζεται –έστω και εμμέσως– να τις δηλώνουν. Τούτο έχει ιδιαίτερη σημασία, καθ' ό μέτρο κανείς δεν μπορεί να υποχρεωθεί να δηλώσει τις πεποιθήσεις του, αν δεν το επιθυμεί (ΣτΕ Ολ 2283/2001).
Β. Δεύτερον, όσον αφορά το ίδιο το μάθημα των θρησκευτικών: η θρησκειολογική προσέγγιση είναι πιο σύμφωνη προς το Σύνταγμα σε σχέση με την ομολογιακή, δηλαδή την εκλαΐκευση των δογμάτων και των πρακτικών της ελληνορθόδοξης πίστης. Και τούτο, ενόψει του άρθρου 16 παρ. 2 του Συντάγματος που κατοχυρώνει την ανάπτυξη της «θρησκευτικής» και όχι της «ελληνορθόδοξης» συνείδησης και του άρθρου 13 του Συντάγματος, που κατοχυρώνει την θρησκευτική ελευθερία.
Γ. Λυπούμαστε για το γεγονός ότι ο Αρχιεπίσκοπος, με κρίσιμο ρόλο στη συζήτηση αυτή, τον οποίο αναγνωρίζουμε και σεβόμαστε, φέρεται να υιοθετεί τις εισηγήσεις των πλέον συντηρητικών κύκλων. Σύμφωνα με τις θέσεις αυτές, το πανηγυρικό προοίμιο του Συντάγματος επικρατεί και κατισχύει και αυτού ακόμη του ιδίου του κειμένου του καταστατικού χάρτη της χώρας που ξεκάθαρα κατοχυρώνει στο πρόσωπο του καθενός τη θρησκευτική ελευθερία.
Δ. Τέλος, τα ανωτέρω ζητήματα εντάσσονται ασφαλώς στον ευρύτερο κύκλο των σχέσεων Κράτους και Εκκλησίας που ταλανίζει τα δημόσια πράγματα επί μακρόν και σχετίζεται με την θρησκευτική ελευθερία και την εκκοσμίκευση της ελληνικής πολιτείας, η οποία εκκρεμεί. Ευκαιρία και ανάγκη να ανοίξει ο δημόσιος διάλογος ώστε να θεσπιστούν τα αυτονόητα. Δηλαδή «διακριτοί ρόλοι» για την Πολιτεία και την Εκκλησία, χωρίς αμοιβαίες παρεμβάσεις.