Χολαργός, 18 Νοεμβρίου 2018
ΔΕΛΤΙΟ ΤΥΠΟΥ
Ο Πανελλήνιος Θεολογικός Σύνδεσμος «ΚΑΙΡΟΣ-για την αναβάθμιση της θρησκευτικής εκπαίδευσης» παρακολουθεί με ιδιαίτερη προσοχή τις πρόσφατες εξελίξεις γύρω από τον διάλογο Εκκλησίας και Πολιτείας. Ταυτόχρονα, μελετά όλες τις προτάσεις οι οποίες κατά καιρούς κατατίθενται γύρω από το ευρύτερο ζήτημα του θεσμικού και του νομικού πλαισίου που αφορά στις μεταξύ τους σχέσεις, με κύριο στόχο την ανάδειξη των εκκλησιολογικών, των θεολογικών, των επιστημονικών, αλλά και των πολιτικών κριτηρίων που χρειάζεται να διέπουν αυτές τις σχέσεις. Ενδεικτικά, αναφέρουμε ότι στην 2η Πανελλήνια Συνάντηση Θεολόγων, που οργάνωσε ο Σύνδεσμός μας από 7 έως 9 Νοεμβρίου 2018 στην Αθήνα, με θέμα «Η Ορθόδοξη Θεολογία μέσα στη νεωτερική πολιτική θεωρία και πράξη», συζητήθηκαν εκτενώς μεταξύ άλλων οι τρέχουσες εξελίξεις, τόσο μέσα από τις εισηγήσεις του συνεδριακού μέρους, όσο και στον διάλογο που αναπτύχθηκε στα βιωματικά εργαστήρια.
Ακολουθώντας με συνέπεια τις καταστατικές, θεολογικές και επιστημονικές αρχές μας, υποστηρίζουμε τον καλοπροαίρετο διάλογο μεταξύ των εμπλεκόμενων θεσμών εφόσον υπάρχουν άλυτα ζητήματα ή ανακύπτουν θέματα προς εξέταση. Ο διάλογος αυτός πάντως, για να είναι αποτελεσματικός, χρειάζεται να είναι στοχευμένος, μεθοδικός, διαφανής και χωρίς αποκλεισμούς των άμεσα ενδιαφερομένων.
Τα ζητήματα των σχέσεων μεταξύ Εκκλησίας και Πολιτείας σχετίζονται με την υπόσταση και την ιστορία των δύο θεσμών και αφορούν στο μεγαλύτερο μέρος των Ελλήνων πολιτών. Γι’ αυτό δεν προσφέρονται για μικροπολιτική ή επικοινωνιακή εκμετάλλευση. Ο λαϊκισμός, ο επικοινωνιακός εντυπωσιασμός και οι πολωτικές τάσεις δεν συμβάλλουν στην επίλυση των προβλημάτων και την υπέρβαση των αδιεξόδων.
Στην εποχή της κοινωνικής κρίσης και με επίγνωση των πολλαπλών προβλημάτων που έχει συσσωρεύσει η χρόνια κοινωνική και πολιτική ανομία στον τόπο μας, για την οποία πρωτίστως ευθύνεται η πολιτική εξουσία, θεωρούμε δίκαιο και επιβεβλημένο να επιδιώξει η Εκκλησία να απαγκιστρωθεί από όσες αναιτιολόγητες δεσμεύσεις έχουν επιβληθεί από το κράτος στην εναπομείνασα εκκλησιαστική περιουσία. Ταυτόχρονα, με αυθεντικούς εκκλησιολογικούς όρους και σε μια σύγχρονη προοπτική, επιβάλλεται η Εκκλησία να επιδιώξει την ελεύθερη ανάπτυξή της σε όλα τα επίπεδα, να εξορθολογίσει τη θεσμική της συγκρότηση, να αναπτύξει περαιτέρω το συνοδικό της πολίτευμα και να ενισχύσει τις αρμοδιότητες του λαϊκού στοιχείου, όπως επιτάσσει η διδασκαλία και η παράδοσή της. Για την προαγωγή των τελευταίων αυτών ζητημάτων, η πρωτοβουλία ανήκει στην Εκκλησία.
Εξάλλου, είμαστε αντίθετοι σε οποιαδήποτε υποβάθμιση του υφιστάμενου εργασιακού και μισθολογικού καθεστώτος που διέπει τους Ορθόδοξους κληρικούς. Η τυπική λογιστική λογική που επικαλείται απλώς την εξοικονόμηση «θέσεων» στο Δημόσιο ή τον ποσοτικό περιορισμό των δημοσίων εξόδων, αφενός, είναι άδικη και απάνθρωπη και, αφετέρου, αναιτιολόγητη και άστοχη.
Τα ζητήματα της μισθοδοσίας του κλήρου και της εκκλησιαστικής περιουσίας έχουν τη δική τους ιστορία και δεν σχετίζονται με την υφιστάμενη ή την επιδιωκόμενη ουδετεροθρησκία του κράτους. Μολονότι δεν θα ανοίξουμε σήμερα το τελευταίο ζήτημα, καθόσον είναι πολύ σοβαρό, θεωρούμε χρέος μας να επισημάνουμε ότι δεν περνούν απαρατήρητες οι κατά καιρούς αντιφάσεις στις οποίες υποπίπτουν πολλοί εκπρόσωποι τόσο της πολιτικής όσο και της Εκκλησίας γύρω από αυτό το θέμα.
Με αφορμή τα παραπάνω, επιθυμούμε να αναδείξουμε και μια περαιτέρω επίκαιρη διάσταση η οποία αφορά στο μάθημα των Θρησκευτικών στο ελληνικό σχολείο, ως προέκταση του προβληματισμού γύρω από το ζήτημα των σχέσεων μεταξύ Εκκλησίας και Πολιτείας. Ως εκπαιδευτικοί του μαθήματος των Θρησκευτικών, δάσκαλοι και θεολόγοι, για σοβαρούς θεολογικούς, παιδαγωγικούς και συνάμα κοινωνικούς και πολιτικούς λόγους, επιθυμούμε και υποστηρίζουμε την ύπαρξη και τη λειτουργία του μαθήματός μας ως υποχρεωτικού, στο πλαίσιο των γενικών σκοπών της εκπαίδευσης και υπό τη γενική εποπτεία της Πολιτείας, όπως ήταν πάντοτε. Με αυτό το πνεύμα, όλα αυτά τα χρόνια, αγωνιζόμαστε για την προάσπιση και την αναβάθμιση της θρησκευτικής εκπαίδευσης.
Δεδομένου ότι διάφορα σωματεία, μεμονωμένα πρόσωπα, αλλά και εκκλησιαστικοί ταγοί έχουν αμφισβητήσει το υπάρχον καθεστώς οργάνωσης και λειτουργίας του μαθήματος των Θρησκευτικών δηλώνουμε ότι δεν θα δεχθούμε οποιαδήποτε εξέλιξη ερήμην των θεολόγων, η οποία θα οδηγήσει το μάθημα σε συρρίκνωση και υποβάθμιση. Είναι γνωστό ότι διάφοροι φωνασκούντες γύρω από το μάθημα επιδίωξαν με πρόσχημα τα νέα Προγράμματα Σπουδών να ανατρέψουν το υφιστάμενο καθεστώς λειτουργίας του, ακόμη και μέσω δικαστικών προσφυγών. Ορισμένοι, μάλιστα, δεν δίστασαν να προτείνουν ανοικτά την εφαρμογή του λεγόμενου «γερμανικού μοντέλου» θρησκευτικής εκπαίδευσης. Εύλογη η απορία μας: Με ποια λογική ζητούν την «ιδιωτικοποίηση» του μαθήματος των Θρησκευτικών με την ανάθεσή του στις επιμέρους θρησκευτικές κοινότητες, ενώ, τηρουμένων των όποιων αναλογιών και διαφορών, οι ίδιοι σήμερα υπεραμύνονται του «κρατισμού» υπέρ της μισθοδοσίας του κλήρου; Είναι άσχετα τα ζητήματα αυτά μεταξύ τους;
Θέλουμε να πιστεύουμε ότι το μάθημα των Θρησκευτικών θα παραμείνει ανεπηρέαστο και επικεντρωμένο στην παιδαγωγική αποστολή του, όπως συνέβαινε ανέκαθεν και συμβαίνει και μέχρι σήμερα, και δεν θα γίνει παίγνιο σε αλλότριες διαπραγματεύσεις, ερήμην των μόνων ειδικών και αρμοδίων για το θέμα αυτό, που είναι οι ίδιοι οι εκπαιδευτικοί του μαθήματος.
Για το Δ.Σ. |
|
Ο Πρόεδρος Χρήστος Καρακόλης Καθηγητής Θεολογικής Σχολής Ε.Κ.Π.Α. |
Ο Γεν. Γραμματέας Γεώργιος Καπετανάκης Δρ Θεολογίας |