Το νέο Πρόγραμμα Σπουδών στα Θρησκευτικά Δημοτικού και Γυμνασίου
στο Νέο Σχολείο:
μια προωθημένη πρόταση «στον καιρό του αλλόκοτου φόβου?»[i]
«Ελπίζω στους σεισμούς που μέλλονται για να? ρθουν»[ii]
του Χριστόφορου Γ. Παπασωτηρόπουλου
εκπαιδευτικού θεολόγου στο Γυμνάσιο Σαραβαλίου, Πάτρα
Το νέο Πρόγραμμα Σπουδών των Θρησκευτικών αποτελεί για κάθε καλόπιστο και συνειδητοποιημένο δάσκαλο ένα σημαντικό άλμα για την αναβάθμιση της θρησκευτικής εκπαίδευσης στην Α/θμια και τη Β/θμια Εκπαίδευση. Οι λόγοι είναι οι εξής:
? Έχει αξιοποιήσει πορίσματα νεότερων εκπαιδευτικών ερευνών, διεθνή εμπειρία σε επίπεδο εφαρμογής αλλά και σύγχρονη βιβλιογραφία σχετικά με το μάθημα των θρησκευτικών (στο εξής μτΘ ) αλλά και γενικότερα με τη σύγχρονη θρησκευτική Εκπαίδευση και Παιδαγωγική.
? Έχει λάβει υπόψη του όλα τα αναλυτικά προγράμματα που μέχρι τώρα έχουν συνταχθεί, τα ΔΕΠΠΣ-ΑΠΣ και τα νεότερα σχολικά βιβλία του Δημοτικού και του Γυμνασίου. Με αυτή την έννοια, αποτελεί συνέχεια των προηγούμενων προσπαθειών επιχειρώντας να αξιοποιήσει τα όποια θετικά αλλά και να υπερβεί τις πιθανές αγκυλώσεις ή δυσκολίες τους.
? Συνιστά συγκροτημένη και ολοκληρωμένη πρόταση και με αναλυτικό σχεδιασμό υψηλών απαιτήσεων, που θέτει δημιουργικές προκλήσεις στον εκπαιδευτικό και που διευκολύνει σε μεγάλο βαθμό αυτόν που θα κληθεί να το υποστηρίξει στη τάξη.
? Έχει συμπεριλάβει όλους τους προβληματισμούς που τα τελευταία τριάντα χρόνια έχουν κατατεθεί σχετικά με τη θρησκευτική εκπαίδευση στην Ελλάδα, τόσο από θεολόγους όσο και λοιπούς επιστημονικούς χώρους σε συνέδρια, ημερίδες αλλά και στην ειδική βιβλιογραφία.
? Πιο σημαντικές ακόμη είναι οι θεμελιώδεις αλλαγές που επιφέρει σε βαθύτερα και πιο ουσιαστικά προβλήματα - που για δεκαετίες συζητάμε μεταξύ μας οι θεολόγοι - αλλά και ζητήματα που πάντοτε έδιναν λαβή για επικρίσεις, είτε σε μερίδα ψευδο-προοδευτικών, είτε σε μερίδα ελλιπώς ενημερωμένων «τιμητών» της θρησκευτικής εκπαίδευσης αυτής της πολύπαθης χώρας,(της οποίας, ειρήσθω εν παρόδω, ένα από τα δεινά που την ταλάνιζαν και την ταλανίζουν ακόμη είναι η ημιμάθεια και η ανέξοδη κριτική, συχνά εν είδει προοδευτισμού), σε ζητήματα που αφορούν στην παράδοση, στον πολιτισμό και την παιδεία.
? Βρίσκεται σε απόλυτη συμφωνία με τη Σύσταση 1720/2005(αλλά και με άλλα ευρωπαϊκά κείμενα) που απηύθυνε η Κοινοβουλευτική Συνδιάσκεψη του Συμβουλίου της Ευρώπης(47 χώρες) προς τα κράτη-μέλη της σχετικά με την αναγκαιότητα της θρησκευτικής εκπαίδευσης και η οποία, μεταξύ άλλων, υποστηρίζει ότι «η καλή γενική γνώση των θρησκειών είναι ουσιώδης για την καλλιέργεια κοινωνικής ανοχής και την καλύτερη λειτουργία του δημοκρατικού τρόπου ζωής. Η εκπαίδευση πρέπει να προμηθεύει τα απαραίτητα εργαλεία για την καταπολέμηση της άγνοιας, των στερεοτύπων και των παρεξηγήσεων σχετικά με τις θρησκείες»[iii]
? Το νέο πρόγραμμα διαδικασίας[iv] καταφέρνει να αφήσει πίσω του τρεις βασικές «κατηγορίες» σχετικές με το χαρακτήρα του μτΘ και τις παλαιότερες κατευθύνσεις του:
α. Παύει να έχει κατηχητικό και ομολογιακό χαρακτήρα[v].Αξιοποιεί την Ορθόδοξη Παράδοση, το χριστιανισμό και τις άλλες μονοθεϊστικές θρησκείες δίνοντας κυρίως έμφαση - πράγμα φυσικό και αυτονόητο - σε βιβλικά κείμενα επιλεγμένα από την Παλαιά και την Καινή Διαθήκη( βλέπε π.χ. τον πίνακα στον Οδηγό Εκπαιδευτικού, σελ. 70-73) , στην ευρύτερη παράδοση της Εκκλησίας, σε νεότερες πηγές αλλά και σε φωτεινά παραδείγματα της νεότερης Εκκλησίας(π.χ. πατήρ Πορφύριος, πατήρ Παϊσιος κ.α.).Ως πρόγραμμα διαδικασίας, ξεκινά από την εμπειρία του μαθητή και από τη στάση ζωής και τους προβληματισμούς που αντιστοιχούν στην ηλικία του ( «συνομιλία του κόσμου της θρησκείας με τον κόσμο της ζωής των μαθητών») για να καταλήξει με στέρεες βάσεις στα προσδοκώμενα μαθησιακά αποτελέσματα κάθε φορά. Δε λαμβάνει υπόψη του μόνο το μαθητή που είναι χριστιανός αλλά και οποιονδήποτε άλλον που του δίνεται η ευκαιρία μέσα από τις δομημένες θεματικές ενότητες να γνωρίσει την Ορθοδοξία, όπως αυτή υπάρχει εδώ και αιώνες μέσα στο πολιτιστικό περιβάλλον στο οποίο ζει.
β. Δεν έπεσε στην παγίδα του «θρησκειολογικού» μαθήματος για να ικανοποιήσει τη δήθεν μοντέρνα άποψη που θεωρεί ότι ένα σύγχρονο μάθημα θρησκευτικών μπορεί να σταθεί ?αν δεν καταφέρουμε να το πετάξουμε!- σαν μια εγκυκλοπαίδεια θρησκειών με επαρκείς πληροφορίες και γνώσεις για τις θρησκείες, επιστημονικά τεκμηριωμένες, αλλά που δεν έχουν καμιά σχέση με την ομορφιά και τη ζωντάνια ?ανεξάρτητα αν τις ασπάζεται κανείς ή όχι- πτυχών των θρησκειών. Αντ? αυτού για πρώτη φορά στην ιστορία των αναλυτικών προγραμμάτων διδάσκονται οι θρησκείες («γνώση από τις θρησκείες») και εντάσσονται ομαλά σε όλες τις τάξεις. Με απλό και διακριτικό τρόπο απλώνονται πτυχές των άλλων θρησκειών που συνδέονται τόσο με τη διαφορετικότητα στην πίστη και τη θρησκευτική έκφραση, όσο και τις διαφορετικές αντιλήψεις σε μεγάλα ανθρωπολογικά, κοσμολογικά και θεολογικά ζητήματα. Από το Δημοτικό κιόλας ο μαθητής εξοικειώνεται με τις άλλες μονοθεϊστικές θρησκείες, όχι με την αντίληψη ότι υπάρχουν «θρησκείες για όλα τα γούστα» (κάτι που θα σήμαινε συγκρητισμό και επιφανειακή προσέγγιση των θρησκειών, πράγμα το οποίο φαίνεται να βρίσκεται έξω από τους στόχους και τη φιλοσοφία του νέου ΠΣ)[vi], αλλά περισσότερο της - με σεβασμό και προσοχή- συνάντησης, με θρησκείες που μοιάζουν ή διαφέρουν περισσότερο ή λιγότερο από τη «δική» μας. Ο μαθητής ενημερώνεται και εξοικειώνεται σταδιακά με την ετερότητα και προστατεύεται έγκαιρα από την εμπάθεια και το φανατισμό, που συντηρείται ?και ενίοτε βολεύει κιόλας!-από την ελλιπή ή αποσπασματική γνώση. Μέσα από τις οργανωμένες θεματικές ενότητες του ΠΣ ο μαθητής αξιοποιεί το μτΘ ως χώρο ανακάλυψης της θρησκείας, ως χώρο επεξεργασίας θρησκευτικών γνώσεων και δεδομένων και ως χώρο οραματισμού και προσδοκίας. Έτσι αποφεύγεται το θλιβερό φαινόμενο να καταλήγει στη Β? λυκείου και μέσα στο μέχρι σήμερα υπάρχον πλαίσιο σπουδών να δέχεται γνώσεις επιστημονικά μεν τεκμηριωμένες, αλλά άσχετες και ξένες με τις αναζητήσεις του και τους προβληματισμούς του. Κι είναι γνωστό σε όλους όσους διδάσκουν στο Λύκειο, ότι το τελευταίο πράγμα που απασχολεί τους μαθητές στη Β? λυκείου είναι η γνώση γύρω ή/και από τις θρησκείες! Ίσως αυτό να ενοχλεί δύο τύπους επικριτών του μτΘ: Αφενός αυτούς που προτιμούν οι μαθητές να μη γνωρίζουν και πολλά πράγματα για να μην παρασυρθούν και χάσουν την καθαρότητα της πίστης τους. Αυτοί οι άνθρωποι όμως βλέπουν έτσι κι αλλιώς την Εκκλησία σαν ένα «club σεσωσμένων» ,τους εαυτούς τους σαν πορτιέρηδες στον Παράδεισο και το Θεό σαν ηγέτη μιας σεχταριστικής οργάνωσης! Αφετέρου αυτούς που, ακόμη και σήμερα, αδυνατούν να αναγνωρίσουν την καθοριστική σημασία που παίζει για τη διαμόρφωση της θρησκευτικής συνείδησης η στοιχειώδης θρησκευτική γνώση μέσα από τους δημόσια ελεγχόμενους δρόμους της εκπαίδευσης, τους εν πολλοίς παιδαγωγικά και επιστημονικά άρτιους ,ως αντίποδας στον κάθε λογής θρησκευτικό φανατισμό και τις κάθε λογής θρησκευτικές σέχτες που μέλημά τους έχουν να αγκαλιάσουν κάθε «πικραμένο»! Η επαρκής και ολοκληρωμένη γνώση, η έγκυρη ενημέρωση μέσα (και) από το δημόσιο σχολείο ήταν πάντοτε το καταλυτικό αντίδοτο απέναντι στη μετριότητα και την ημιμάθεια που προετοιμάζει μάζες υποταχτικών έτοιμων να υπηρετήσουν κάθε λογής ιδεοληψίες?
Κι όταν σε όλη την Ευρώπη και την Αμερική (η καθεμιά για τους δικούς της πολιτικούς και κοινωνικούς λόγους) ανακαλύπτεται η θεμελιώδης σημασία της θρησκευτικής εκπαίδευσης, στην Ελλάδα η συχνά κοντόφθαλμη και εγκλωβισμένη « αριστερά» (όχι αυτή των κινημάτων, που ήδη ψάχνει και βρίσκει για πολλά απαντήσεις χωρίς να περιμένει τη γραμμή του κόμματος?), αδυνατεί με μυωπική εμπάθεια να ξεπεράσει και να αναθεωρήσει τις ιδέες της για τη θρησκευτική εκπαίδευση, αρνούμενη πεισματικά να δει έναν κόσμο που εξελίσσεται και μεταβάλλεται (Λυπηρό, όμως ένα μεγάλο μέρος της «αριστεράς» του συστήματος δεν έχει κάνει έντιμα και θαρραλέα την αυτοκριτική της και τις ιστορικές της αναλύσεις για άλλα κι άλλα ζητήματα και θ? ασχοληθεί με τη θρησκευτική εκπαίδευση;)[vii].
γ. Το μτΘ γίνεται πια ένα ανοιχτό μάθημα για όλους ανεξαιρέτως τους μαθητές. Αντί να χωρίζει, θέτει προϋποθέσεις και φέρνει σε συνάντηση όλους τους μαθητές, ανεξάρτητα από την όποια θρησκευτική -ή μη- προέλευση και ταυτότητά τους.
Οι απόψεις των μαθητών, οι προβληματισμοί τους, τα στερεότυπα που συχνά μεταφέρουν από το περιβάλλον τους, γίνονται εργαλείο δουλειάς για να μπορέσουν να κατανοήσουν το θρησκευτικό φαινόμενο και να συνειδητοποιήσουν με επάρκεια τις πτυχές της θρησκευτικής πίστης τόσο της ορθόδοξης, όσο και της ευρύτερης χριστιανικής αλλά και των άλλων γνωστών θρησκειών του κόσμου. Με το νέο πρόγραμμα σπουδών μπορεί κανείς να διαπραγματευτεί από σοβαρή θέση και την ελαφρότητα των αντιφατικών εγκυκλίων σχετικά με την απαλλαγή των μαθητών από το μάθημα των θρησκευτικών, που για χρόνια η αμήχανη Πολιτεία τη διαχειρίζεται σα να κρατάει δύο καρπούζια στην ίδια μασχάλη: και με τις ευρωπαϊκές επιταγές και με τη θεσμική εκκλησιαστική συντήρηση(στην οποία σημειωτέον επενδύει ,ως ένα μεγάλο βαθμό, την επιβίωσή της στην κομματική αρένα της ?κατά Κορνήλιο Καστοριάδη- σημερινής Κοινοβουλευτικής Ολιγαρχίας?) .
«Η αποτυχία της προετοιμασίας είναι η προετοιμασία της αποτυχίας»[viii]
Όμως ?
επειδή όταν κανείς ξεκινά να κρίνει κάτι καινούργιο οφείλει να βλέπει όχι μόνο το δέντρο αλλά ολόκληρο το δάσος, δε γίνεται παρά να μην καταγράψει και να μην προβληματιστεί σοβαρά για την τύχη και αυτού του νέου προγράμματος σπουδών, όσα θετικά κι αν έχει ή όσα προβληματικά κι αν προκύψουν, και να αναρωτηθεί· τελικά σε ποιο εκπαιδευτικό πλαίσιο έρχεται να εφαρμοστεί ,με ποιες υποδομές και με ποιες προϋποθέσεις φιλοδοξεί να πατήσει στα πόδια του;
Πριν προχωρήσουμε, είναι μεγάλος ο πειρασμός να μεταφερθεί σε αυτή τη συνάφεια ένα καυστικό και συνάμα προφητικό κείμενο του Μίλτου Κουντουρά, ο οποίος τη δεκαετία του 1920, έγραφε για το εκπαιδευτικό ξεχαρβάλωμα της εποχής του, κινητοποιημένος από το πάθος του δασκάλου που πονάει και αγωνίζεται για το παρόν και το μέλλον του χώρου του:
«Η μαύρη αλήθεια λοιπόν είναι τούτη: Στην Ελλάδα σήμερα δεν υπάρχει εκπαίδευση. Το φωνάζουν απελπισμένοι όσοι αγαπούν το Σχολειό, το επανέλαβαν χίλιες φορές ερασιτεχνικά στις εφημερίδες οι δημοσιογράφοι, το μουρμουρίζουν κουνώντας θλιβερά το κεφάλι οι άνθρωποι της περασμένης γενεάς, το αισθάνεται αόριστα ο αγράμματος λαός όταν συχνά μέσα στη βιοπάλη του αναστενάζει: Κοντά σ? όλα πάνε και τα καημένα τα γράμματα!...
Κι η αλήθεια είναι αυτή. Σχολειό πια δεν υπάρχει. Κινείται μονάχα ακόμη ένας ανήθικος κι αρρωστημένος οργανισμός γεμάτος από δηλητήριο και παραφροσύνη που πολύ σύντομα θα επιδράσει θανατηφόρα σ? όλη την κατοπινή ζωή του τόπου μας. Μια σάπια και ξεχαρβαλωμένη μηχανή όπου από ανάγκη ρίχνουμε μέσα μια καθαρή κι αγνή ζωική παραγωγή-τα ευκολόπλαστα παιδιά μας-για να μας τα μεταβάλει ύστερα από λίγα χρόνια σε μούμιες κατάξερες και φασκιωμένες ή σε κινούμενα μιάσματα ανασυρμένα σαν από τάφους?. Ένα ψέμα, ένα «κατά συνθήκη» ψέμα κατάντησε στην Ελλάδα το Σχολειό. Μπείτε μέσα μια στιγμή και μυρίστε τον αέρα του. Βρώμα και δυσωδία. Ο δάσκαλος σαπίζει από την αθλιότητα που τον καταδικάζει ένα αφιλόστοργο και μοχθηρό Κράτος. Και παραπατάει μεθυσμένος από τη δυστυχία. Και γρονθοκοπιέται με τον εαυτό του, με το συνάδελφό του, με την κακεντρέχεια των θεσπισμένων νόμων. Και γίνεται ύπουλος και κόλακας, η χολή κιτρινίζει το πρόσωπό του, και η ψυχή του νερουλιάζει από την απόγνωση. Κι η παιδική ψυχή, η μαλακιά ακόμη, δέχεται ολημερίς και διαμορφώνεται σύμφωνα με τέτοιες θανατηφόρες επιδράσεις. Πουθενά η ωραία κ? ελεύθερη ψυχή. Πουθενά η δονούμενη από ενέργεια κι αλήθεια ζωή. Ένα νεκρό, κατάξερο, αφιλοσόφητο γράμμα, κατακουρελιασμένο κι αυτό. Έτσι για τα μάτια?. Κι η Κοινωνία; Υπνωτισμένη παρακολουθεί το τραγικό θέαμα: Ένας χείμαρρος παιδιών βγαίνει κάθε μέρα από τα Σχολειά. Είναι η τρομερή ψυχή του δασκάλου που θα κυβερνήσει μεθαύριο τη Χώρα. Με τον αδιάπλαστό του πια ψυχικό και πνευματικό κόσμο. Και το ροδάνι θα κυλάει από γκρεμό σε γκρεμό. Και κανείς ούτε τότε πια δε θα τολμήσει να φωνάξει: Κλείστε τα σχολειά να φτιάσουμε καινούργια!»[ix].
Κατ? αρχήν θα πρέπει να διαχωρίσει κανείς ?κι αυτό για να μην πετάξουμε το μωρό μαζί με το νερό!- την εκπόνηση και το περιεχόμενο του νέου προγράμματος σπουδών, με την αντίστοιχη υποστήριξή του από το ΥΠΔΒΜΘ. Πιο συγκεκριμένα μια τόσο ευρεία αλλαγή στο πρόγραμμα σπουδών:
- Οφείλει να λάβει υπόψη της την αποτύπωση της εμπειρίας και την τεκμηριωμένη άποψη όλων των εμπλεκόμενων με τις αλλαγές φορέων (επιστημονική κοινότητα, σύλλογοι των ειδικοτήτων, συνδικαλιστικοί φορείς) και να συνεργάζεται τακτικά μαζί τους[x]!Για παράδειγμα, τους πρώτους που θα έπρεπε να αξιοποιήσει ως επιμορφωτές είναι τους υπεύθυνους Περιβαλλοντικής Εκπαίδευσης και Αγωγής Υγείας που, κατά τεκμήριο, για πάνω από είκοσι χρόνια γνωρίζουν και αξιοποιούν σε βιωματικά σεμινάρια (για μαθητές και εκπαιδευτικούς) και των δύο βαθμίδων της εκπαίδευσης, τις τεχνικές που προτείνονται στο νέο πρόγραμμα σπουδών.
- Οφείλει να πραγματοποιήσει έγκαιρη και ουσιαστική επιμόρφωση-αν όχι συστηματική βραχύβια επανεκπαίδευση- σε μικρές και ευέλικτες ομάδες σχολείων σε όλη τη χώρα.
- Οφείλει να σχεδιάσει από πριν τρόπους για να υποστηρίξει το νέο εγχείρημα. Να ενημερώσει, να ευαισθητοποιήσει, να πραγματοποιήσει κατά τόπους ημερίδες, να εκπαιδεύσει έγκαιρα τους σχολικούς συμβούλους που θα είναι οι πρώτοι αποδέκτες των όποιων προβλημάτων της εφαρμογής. Έτσι κερδίζει δύο πράγματα: α) τον ενημερωμένο εκπαιδευτικό που θα θελήσει με τις όποιες αντιρρήσεις και επιφυλάξεις να υποστηρίξει ουσιαστικά αυτές τις αλλαγές στο μάθημα και β) την αποφυγή αστείων έως τραγικών προχειροτήτων που αργότερα το ΥΠΔΒΜΘ θα υποχρεωνόταν να τις αποσύρει βιαστικά. Αντί γι? αυτό, το περσινό καλοκαίρι «πέταξε» κυριολεκτικά στην ηλεκτρονική διεύθυνση του «ψηφιακού σχολείου» το νέο πρόγραμμα σπουδών-το οποίο σημειωτέον σε κάποια σχολεία θα λειτουργούσε πιλοτικά την ερχόμενη χρονιά- και το νέο αναμεταδόθηκε κυριολεκτικά από στόμα σε στόμα!
- Οφείλει να διερευνήσει την πρόθεση συμμετοχής των εκπαιδευτικών και των σχολείων στην πιλοτική εφαρμογή του προγράμματος αποφεύγοντας την «άνωθεν» επιβολή. Όχι για λόγους ευγένειας προφανώς-έτσι κι αλλιώς δεν έχουμε ως εκπαιδευτικοί συνηθίσει σ? αυτή την αβρότητα !-, αλλά γιατί η εμπειρία έχει δείξει ότι καμιά εκπαιδευτική αλλαγή δεν μπορεί ούτε καν σε πιλοτικό επίπεδο να εφαρμοστεί, αν δεν υπάρχει μια ,κατ? ελάχιστον έστω, συγκατάθεση και συνεργασία όλων των εμπλεκομένων.
- Οφείλει να έχει σχεδιάσει προσεκτικά απαντήσεις σε πρακτικά ζητήματα που ανακύπτουν πάνω στη λειτουργία μιας σχολικής μονάδας(π.χ. πώς εντάσσονται στο ωρολόγιο πρόγραμμα τα συνεχόμενα δίωρα όταν μεγάλος αριθμός καθηγητών βρίσκονται σε δύο ή τρία σχολεία;)
- Οφείλει να έχει διερευνήσει τις ιδιαίτερες συνθήκες της κάθε σχολικής μονάδας, την υλικοτεχνική υποδομή των σχολείων, προκειμένου οι αλλαγές να επιφέρουν αποτελέσματα πραγματικής βελτίωσης.[xi]
Στην πραγματικότητα κλήθηκαν οι καθηγητές των πιλοτικών σχολείων να παρακολουθήσουν επιμόρφωση σε κομβικά σημεία της Ελλάδας (ημέρες Παρασκευή, Σάββατο και Κυριακή). Η Α? φάση επιμόρφωσης ξεκίνησε το Νοέμβριο του 2012 όταν το σχολικό έτος, και επομένως και η πιλοτική εφαρμογή, είχε ήδη ξεκινήσει ?θεωρητικά - τον Σεπτέμβριο!
Σε άλλες εποχές ίσως όλα αυτά να ήταν υπό διαπραγμάτευση? Σήμερα όμως έχει υπόψη του το ΥΠΔΒΜΘ σε ποιους απευθύνεται; Βάσει ποιας λογικής ο εκπαιδευτικός θα μετακινηθεί π.χ. από την Κεφαλονιά και τη Ζάκυνθο, στην Πάτρα για τρεις μέρες, εγκαταλείποντας τις υποχρεώσεις του και το δικαίωμά του να μην εργάζεται το Σάββατο και την Κυριακή, για να συμμετάσχει στην επιμόρφωση; Γιατί είναι λογικό ο εκπαιδευτικός να έχει, ιδιαιτέρως σήμερα ,τη δυνατότητα να προκαταβάλει έξοδα μετακίνησης και διαμονής για να επιμορφωθεί σε ένα πρόγραμμα, για το οποίο δεν τον ενημέρωσαν καν εγκαίρως ότι θα κληθεί να το εφαρμόσει πιλοτικά; Αποτέλεσμα αυτής της απαξίωσης ήταν σε πολλές περιπτώσεις οι επιμορφώσεις να λειτουργήσουν ελλειμματικά και να μείνουν τελικά όλοι εκτεθειμένοι. Φυσικά είναι πολύ δύσκολο να εξαχθούν κάποια ασφαλή συμπεράσματα από τη φετινή πιλοτική εφαρμογή! Για να μην αναφερθούμε στις συνέπειες που είχε αυτή η έλλειψη οργάνωσης και σαφούς στοχοθεσίας, έλλειψη που απαξιώνει τη μαθησιακή διαδικασία και τον εκπαιδευτικό σχεδιασμό και αντιμετωπίζει τους μαθητές περισσότερο σαν πειραματόζωα ενός εργαστηρίου παρά σαν δρώντα υποκείμενα που έχουν δικαίωμα στη γνώση?
Χρειάζεται κάποια στιγμή οι έχοντες την ευθύνη του σχεδιασμού, της οργάνωσης(;) και των αλλαγών(;) να αποκτήσουν συναίσθηση σε ποιους απευθύνονται και πως. Όσο ο εκπαιδευτικός θεωρείται δούλος , υπηρέτης ή στην καλύτερη περίπτωση διεκπεραιωτής άνωθεν εντολών ,τίποτε δεν μπορεί να προχωρήσει με επιτυχία. Η Πολιτεία οφείλει, αν ενδιαφέρεται (κάτι που φαίνεται ότι σήμερα είναι ζητούμενο?), να σέβεται τον εκπαιδευτικό, να υπολογίζει και να συνεκτιμά τις δυνατότητές του, να συνεργάζεται με αξιόπιστο τρόπο μαζί του, να τον στηρίζει και να τον ενθαρρύνει με προγραμματισμό και υπευθυνότητα. Σε έναν ταπεινωμένο δάσκαλο, που κάθε χρόνο ψάχνει τη θέση του σε καινούργιο σχολείο, συμπληρώνει το ωράριό του τον Οκτώβριο ή το Νοέμβριο σε μια σχολική μονάδα, στην οποία ίσως δεν έχει ποτέ ξαναπάει, υπό την απειλή των συγχωνεύσεων των σχολείων, με τη διακινδύνευση να διανύει δεκάδες χιλιόμετρα την ημέρα για να ανταποκριθεί στο έργο του, με συχνά προβληματικές έως απαράδεκτες συνθήκες υλικοτεχνικής υποδομής στα σχολεία (φέτος μάλιστα και με την πρωτοτυπία να μην έχει καν βιβλία μέχρι τουλάχιστον το Δεκέμβριο!),διαρκώς εκτεθειμένο και χωρίς την παραμικρή στήριξη στο παιδαγωγικό και διδακτικό του έργο (πόσοι νομοί, αλήθεια, αντιστοιχούν σε κάθε σχολικό σύμβουλο;) ,δεν μπορεί να του ζητιέται ως αυτονόητη απαίτηση να είναι παραγωγικός, δημιουργικός, πρόθυμος, ανοιχτός σε καινούργιες διαδικασίες .Πριν λοιπόν οδηγήσει κανείς τον εκπαιδευτικό να απολογηθεί για τις όποιες αδυναμίες του, ας απαιτήσει πρώτα από την Πολιτεία να απολογηθεί για τις χρόνιες αρρυθμίες της και τις εγκληματικές της παραλείψεις στις υποχρεώσεις της απέναντι στους πολίτες της χώρας, και μετά ας μιλήσει για την αξιολόγηση του εκπαιδευτικού και άλλα εκσυγχρονιστικά ανέκδοτα?
Κλείνοντας την αναφορά αυτή στο νέο Πρόγραμμα Σπουδών δε μπορεί κανείς παρά να είναι επιφυλακτικός για τις όποιες αλλαγές, κι αυτό, όχι όπως φάνηκε από τα παραπάνω, λόγω μιας προχειρότητας στην κατάρτισή του ,αλλά μιας εγκληματικής πια αδιαφορίας του Κράτους ?όπως θεσμικά εκφράζεται από το ΥΠΔΒΜΘ-να σταθεί με επάρκεια και σοβαρότητα απέναντι στις αμείλικτες πιέσεις μιας μεταβαλλόμενης κοινωνίας, τόσο τοπικής όσο και παγκόσμιας. Είναι τουλάχιστον οδυνηρή η διαπίστωση ότι ένα τόσο σημαντικό σε βάθος και σε εύρος πόνημα, μια τόσο πρωτοποριακή δουλειά στην ιστορία του μαθήματος των Θρησκευτικών κινδυνεύει να χαθεί άδοξα πριν καλά καλά ξεκινήσει να εφαρμόζεται, αφενός λόγω της καταραμένης νοοτροπίας ενός κράτους ( επομένως και των πολιτών του) που νέμεται την εξουσία προς όφελος των φιλόδοξων και αυτάρεσκων στελεχών του, και αφετέρου λόγω της πνευματικής στειρότητας του αστικού πολιτισμού, που για πολλά χρόνια κινείται ανάμεσα στη νωθρότητα ,τον «ωχαδερφισμό» και την ελληνοκεντρική αερολογία.
Αν δεν αποφασίσουμε- ο καθένας χώρια και όλοι μαζί- ν? αλλάξουμε ρότα (αυτό που στην εκκλησιαστική γλώσσα λέγεται μετά-νοια) ξεκινώντας από τις δικές μας αδυναμίες και κοιτώντας κατάματα τα ιστορικά μας σφάλματα που μέχρι σήμερα βασανίζουν ή χαϊδεύουν τις υπαρξιακές εν τέλει επιλογές μας, κανένα πρόγραμμα σπουδών δε θα ικανοποιεί τις απαιτήσεις μας. Αντ? αυτού, θα συνεχίσουμε να ψάχνουμε και να κατονομάζουμε εχθρούς και βαρβάρους που θέλουν να εξαφανίσουν το «ελληνικό μεγαλείο» που υπήρχε κάποτε, αλλά που σήμερα ,το ίδιο αυτό μεγαλείο το κουβαλάμε σαν μούμια στον κόρφο μας απελπισμένοι και απογοητευμένοι. Κι αυτός έχει αποδειχθεί ο πιο εύκολος και λιγότερο οδυνηρός ,αλλά τη ίδια στιγμή κι ο πιο ομιχλώδης δρόμος για να συνεχίσει κανείς την πορεία του με αξιοπρέπεια και αρχοντιά?
Πάτρα, 22 Μαΐου 2012
[ii] Μουσική πράξη στον Μπέρτολτ Μπρεχτ (1978):μουσική Θάνου Μικρούτσικου, στίχοι Μπέρτολτ Μπρεχτ
[iv] «Σε αντίθεση με την επικέντρωση του CU στους στόχους και στο αποτέλεσμα μάθησης(= «προϊόν»),αυτό το μοντέλο ΑΠ δίνει έμφαση στον τρόπο σκέψης των μαθητών και είναι στραμμένο στη διαδικασία της μάθησης και στις αλληλεπιδράσεις (εκπαιδευτικών-μαθητών-γνώσης) που συμβαίνουν στη σχολική τάξη.» (Οδηγός Εκπαιδευτικού, σελ. 36)
[v]Για την ακριβή χρήση του όρου «ομολογιακό μάθημα των Θρησκευτικών» τόσο στην Ελλάδα όσο και στην Ευρώπη βλέπε το πολύ ενδιαφέρον άρθρο της Γριζοπούλου Όλγας:http://www.pischools.gr/lessons/religious/europ_diast/diefkr_omol.doc
[vi]Γενικοί σκοποί και προσανατολισμοί του μτΘ στο νέο ΠΣ, Πρόγραμμα Σπουδών στα Θρησκευτικά Δημοτικού-Γυμνασίου, Αθήνα 2011, σελ. 18-20
[vii] Ο Π. Κονδύλης αναφερόμενος στον εντόπιο μεταμοντερνισμό που συνόδευσε την Ελλάδα πριν από το 1974, αλλά προ πάντων μεταδικτατορικά, λέει πως: « Ο συνδυασμός των πάντων με τα πάντα, ο οποίος αποτελεί ουσιώδες γνώρισμα του μαζικοδημοκρατικού τρόπου σκέψης, καθώς και οι ηδονιστικές αξίες του αυθορμητισμού και της αυτοπραγμάτωσης, όπως τις διακήρυξε η πολιτισμική επανάσταση, στην Ελλάδα συμφύρθηκαν με τις παμπάλαιες και επιχώριες έξεις της πνευματικής νωθρότητας, του εξυπνακιδισμού και της ημιμάθειας. Η σύμφυρση αυτή, επομένως ήταν η φυσική και βολική είσοδος του μεταμοντερνισμού σ? έναν τόπο όπου το αστικό εργασιακό ήθος είναι ουσιαστικά άγνωστο όχι μόνο στον τομέα της υλικής παραγωγής αλλά και στον τομέα του πνεύματος, όπου δε διαμορφώθηκαν επιστημονικές παραδόσεις με συνοχή και με μακρόβιους φορείς και όπου οι μίμοι και οι γελωτοποιοί εκπροσωπούνται με ποσοστά ιδιαιτέρως υψηλά στους κύκλους των διανοουμένων, στα πανεπιστήμια και τα μέσα μαζικής ενημέρωσης» Από αυτή τη παθογένεια φαίνεται ότι δεν κατάφερε ακόμη να ξεφύγει ούτε η Αριστερά.(βλ. Π. Κονδύλης, Οι αιτίες της παρακμής της σύγχρονης Ελλάδας, Θεμέλιο, Αθήνα 2011,σελ. 66-67)
[viii] Ο τίτλος είναι «κλεμμένος» από ένα άρθρο του Γ. Λακόπουλου από την εφημερίδα τα Νέα της 28/4/2012
[ix] Μίλτος Κουντουράς (1985), Κλείστε τα σχολειά, Εκπαιδευτικά Άπαντα, τόμος Α? ,μέρος 2, σελ 21-23. Αθήνα: Γνώση
[x] Για του λόγου το αληθές: στην αρχή της εκπόνησης των προγραμμάτων, στις 6 Δεκεμβρίου 2010, το Παιδαγωγικό Ινστιτούτο(σημερινό Ινστιτούτο Εκπαιδευτικής Πολιτικής) κάλεσε όλους τους φορείς των θεολόγων καθώς και εκπροσώπους των Θεολογικών Σχολών για να καταγράψουν τις απόψεις τους και να τις συζητήσουν. Δεσμεύθηκαν ότι τότε θα ξεκινούσε μια συνεργασία κι ότι εκείνη η φορά ήταν απλώς και μόνο η έναρξη ενός σημαντικού και ουσιαστικού διαλόγου για το μτΘ. Έκτοτε δεν υπήρξε καμιά άλλη πρόσκληση. Ούτε όταν ανακοινώθηκαν τα προγράμματα, ούτε αργότερα. Είναι δε χαρακτηριστικό ότι ο «Πανελλήνιος Θεολογικός Σύνδεσμός-ΚΑΙΡΟΣ- για την αναβάθμιση της Θρησκευτικής Εκπαίδευσης» είχε από τότε διατυπώσει και γραπτώς τις επιφυλάξεις του, επισημαίνοντας τόσο την περιορισμένη χρονική προθεσμία για την περάτωση του έργου όσο και τις εγγενείς δυσκολίες στο χώρο της εκπαίδευσης για την αποτελεσματική εφαρμογή του (έλλειψη επαρκούς επιμόρφωσης των εκπαιδευτικών, χρήση νέων τεχνολογιών κτλ.(βλ.http://www.kairosnet.gr/joomla/index.php?option=com_content&view=article&id=62:2010-12-09-05-55-49&catid=2:news&Itemid=9). Υπάρχει κάποιος που μπορεί να πείσει την εκπαιδευτική κοινότητα ότι της δίνουν σημασία; Για άλλη μια φορά οι σχεδιασμοί και οι εντολές δίνονται από την ηγεσία του Υπουργείου και καλούνται οι εκπαιδευτικοί να τις διεκπεραιώσουν. Άραγε αυτό δε δείχνει μια συγκεκριμένη εκπαιδευτική κουλτούρα χρόνια συνυφασμένη με τις παθογένειες του νεοελληνικού κράτους;
[xi] «Σύμφωνα με τον Fullan ,η επιτυχής μεταρρύθμιση και καινοτομία απαιτούν τη «γνώση της αλλαγής», την κατανόηση της διαδικασίας και των βασικών οδηγών που χρειάζονται για την επιτυχημένη αλλαγή στην πράξη. Η γνώση της αλλαγής δεν εγγυάται από μόνη της τη βελτίωση αλλά αποτελεί αναπόσπαστο κομμάτι της. Οι οκτώ οδηγοί-κλειδιά για την επιτυχημένη αλλαγή είναι: α)ο ηθικός σκοπός, β) το «χτίσιμο» της σχολικής ικανότητας, γ) η κατανόηση της διαδικασίας της αλλαγής, δ) η ανάπτυξη κουλτούρας μάθησης, ε) η ανάπτυξη κουλτούρας αξιολόγησης, στ) η εστίαση στην ηγεσία της αλλαγής, ζ) η συνοχή των αποφάσεων και η) η συνεργασία στα τρία επίπεδα διοίκησης», οπ. αναφ. Σιακοβέλη Παναγιώτα(2011),Διοίκηση της Εκπαίδευσης και Διαχείριση Καινοτομιών: Η Εισαγωγή του φορητού μαθητικού υπολογιστή στα Γυμνάσια του Δήμου Πατρέων, σελ.43-53, διπλωματική εργασία, Πάτρα (ΕΑΠ).