Την Τετάρτη 23 Οκτωβρίου 2019 η παράταξη πανεπιστημιακών ΣΥΣΠΕΙΡΩΣΗ ΑΠΘ-ΠΑΜΑΚ-ΔΙΠΑΕ διοργάνωσε εκδήλωση με αφορμή την πρόσφατη απόφαση του ΣτΕ για το μάθημα των θρησκευτικών και με θέμα «Δημόσιος χώρος και θρησκευτική εκπαίδευση. Το τέλος του Μαθήματος των Θρησκευτικών μετά την απόφαση του ΣτΕ;».
Στην εκδήλωση, η οποία πραγματοποιήθηκε στην αίθουσα του Δημοτικού Συμβουλίου του Δήμου Θεσσαλονίκης, παρευρέθηκε πλήθος κόσμου, ενώ συζήτησαν, ως προσκεκλημένοι της ΣΥΣΠΕΡΕΙΡΩΣΗΣ ΑΠΘ-ΠΑΜΑΚ-ΔΙΠΑΕ, οι νομικοί Γιώργος Σωτηρέλης, καθ. Νομικής ΕΚΠΑ, Πρόεδρος Ομίλου «Αριστόβουλος Μάνεσης», Κωνσταντίνος Τσιτσελίκης, καθ. Τμήματος Βαλκανικών, Σλαβικών & Ανατολικών Σπουδών ΠΑΜΑΚ και οι θεολόγοι Χρυσόστομος Σταμoύλης, καθ. Τμήματος Θεολογίας ΑΠΘ, Παντελής Καλαϊτζίδης, Δρ. Θεολογίας, Διευθυντής Ακαδημίας Θεολογικών Σπουδών Βόλου, Διδάσκων στο Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας και το ΕΑΠ και Γρηγόρης Μαυροκωστίδης, Θεολόγος, Διευθυντής 7ου Λυκείου Θεσσαλονίκης.
Την εκδήλωση συντόνισαν οι Ιφιγένεια Καμτσίδου, αν. καθ. Νομικής ΑΠΘ και ο Αντώνης Κυπάρος, αν. καθ. Τμήματος Φυσικής Αγωγής και Αθλητισμού Σερρών του ΑΠΘ, ενώ χαιρέτισαν οι Γιώργος Αγγελόπουλος, επίκ. καθ. Ιστορίας-Αρχαιολογίας ΑΠΘ και Αγγελική Ζιάκα, αν. καθ. Θρησκειολογίας.
H Ιφιγένεια Καμτσίδου χαρακτήρισε τις πρόσφατες αποφάσεις ως συνέχεια της απόφασης 660 του 2018, με την οποία ακυρώθηκε άλλη υπουργική απόφαση ανάλογου περιεχομένου που είχε εκδοθεί από τον τότε υπουργό Παιδείας Ν. Φίλη, τονίζοντας ότι με αυτές τις αποφάσεις ανοίγει μια σειρά πολιτειακών, εκπαιδευτικών, συνταγματικών κι ευρύτερα νομικών ζητημάτων, τα οποία μπορούν και πρέπει να αποτελέσουν αντικείμενο πολλών συζητήσεων.
Ο Γιώργος Σωτηρέλης, παρατήρησε πως η νέα απόφαση του ΣτΕ επιβεβαιώνει την συντηρητική στροφή του προς αντιλήψεις που αναπαράγουν, με άλλους όρους, την «ελληνοχριστιανική» ανάγνωση της εκπαίδευσης, η οποία εγκαινιάσθηκε με το Σύνταγμα του 1952 και κορυφώθηκε με το Ελλάς Ελλήνων Χριστιανών της Χούντας. Επαναλαμβάνοντας, κατ’ ουσίαν, τις απόψεις που είχε διατυπώσει ο μακαριστός Χριστόδουλος, το Συμβούλιο της Επικρατείας καταλήγει, με την πρόταξη της «επικρατούσας θρησκείας», στην πλειοψηφική παραφθορά των δικαιωμάτων, με πρωτοφανή αγνόηση της θρησκευτικής ελευθερίας, ως κριτηρίου ερμηνείας της ανάπτυξης της θρησκευτικής συνείδησης, αλλά και με πλήρη διαστρέβλωση της νομολογίας του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Δικαιωμάτων του Ανθρώπου.
Ο Κωνσταντίνος Τσιτσελίκης, υποστήριξε ότι οι αποφάσεις του ΣτΕ εγγράφονται σε μια ευρύτερη προστατευτική κινητικότητα που υπερασπίζεται τα κεκτημένα της Εκκλησίας, όπως αυτά νοούνται από ορισμένους δικαστές και μάλιστα της ανώτατης βαθμίδας. Οι δικαστές αυτοί ενεργούν ως όργανα μιας αυτόκλητης εθνοθρησκευτικής ορθότητας που παρακάμπτει, αν δεν διεμβολίζει, τη νομιμότητα και το πλέγμα θεμελιωδών κανόνων δικαίου. Επίσης οι αποφάσεις επικαλούνται προσχηματικά και εντελώς στρεβλά, το κεκτημένο και το πνεύμα του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων του Στρασβούργου, το οποίο τονίζει πως τόσο η εκπαίδευση όσο και τα μαθήματα που παρέχονται στα σχολεία, οφείλουν να είναι συμπεριληπτικά και να απευθύνονται σε όλους τους μαθητές χωρίς διακρίσεις. Οι δικαστές του ΣτΕ έκριναν ότι οι μαθητές δεν πρέπει να λαμβάνουν πληροφόρηση για άλλες θρησκείες γιατί αυτό τους δημιουργεί «σύγχυση» και ότι το μάθημα πρέπει να είναι καθαρά ορθόδοξου χαρακτήρα και εν τέλει επιλέξιμο μόνο από ορθόδοξους μαθητές, οδηγώντας το μάθημα και την εκπαίδευση σε ένα πρωτοφανή κοινοτισμό. Εν τέλει, οι αποφάσεις αυτές επαναφέρουν το ερώτημα που πλανάται δεκαετίες τώρα. Χωρισμός εκκλησίας-κράτους ή ασφυκτικός εναγκαλισμός σε βάρος της Παιδείας και της Δικαιοσύνης;
Ο Χρυστόστομος Σταμούλης υποστήριξε πως το μάθημα μετά την απόφαση του ΣτΕ κινδυνεύει πραγματικά, και αναφέρθηκε στα Θρησκευτικά ως ένα μάθημα ανοιχτό με
χαρακτηριστικά πολιτισμικά και γνωσιολογικά, δηλαδή ένα μάθημα όπως όλα τα άλλα μαθήματα της εκπαίδευσης. Διευκρίνισε πως το μάθημα αυτό δεν μπορεί να σχετίζεται με την κατήχηση της Εκκλησίας, διότι η κατήχηση είναι πολύτιμο έργο και χαρακτηριστικό της εκκλησιαστικής κοινότητας, αλλά όχι της εκπαίδευσης. Στην εκπαίδευση το μάθημα των Θρησκευτικών είναι ένα μάθημα γνώσεων, το οποίο εντάσσεται ουσιαστικά στον πυρήνα του ελληνικού πολιτισμού. Σημείωσε δε πως αν η πολιτεία προχωρήσει με βάση το σύνολο των ρυθμίσεων του ΣτΕ, τότε το μάθημα των Θρησκευτικών «θα χαριστεί» στις θρησκευτικές κοινότητες, και θα γίνει μοιραία μάθημα κατηχήσεως, ενώ σε κάθε τάξη πλέον θα έχουμε θεολόγους με διαφορετικές θρησκευτικές και ομολογιακές αναφορές, πράγμα που σημαίνει ότι θα διαταραχθεί η ενότητα των σχολικών τάξεων και θα αναδειχθούν προβλήματα φονταμενταλισμού κι ακροτήτων.
Ο Παντελής Καλαϊτζίδης τόνισε ότι η πρόσφατη απόφαση του Συμβουλίου Επικρατείας γυρνάει το Μάθημα των Θρησκευτικών σε ένα σκοτεινό παρελθόν και το καταδικάζει στην εσωστρέφεια και τον απομονωτισμό. Αφού σημείωσε ότι τα Νέα Προγράμματα Σπουδών (ΝΠΣ) ήταν έργο και απαίτηση της βάσης, δηλαδή του σώματος των θεολόγων και ανέδειξε τα σημαντικά βήματα που έγιναν με τα ΝΠΣ, χαρακτήρισε παράδοξο και πρωτοφανές το γεγονός ότι αντιτιθέμενες μεταξύ τους δυνάμεις, της Εκκλησίας και της «κοσμικής» πλευράς (Ένωση Αθέων), δεν είχαν κανένα πρόβλημα να συμπήξουν μίαν άτυπη «συμμαχία» και να στραφούν με παράλληλες προσφυγές και με συντονισμένες ενέργειες εναντίον του ανανεωμένου Μαθήματος των Θρησκευτικών. Σημείωσε επίσης, μεταξύ πολλών άλλων, πως, εκτός από τις σφοδρές αντιδράσεις υπερσυντηρητικών εκκλησιαστικών κύκλων, το ΝΠΣ για τα Θρησκευτικά, πλην ελαχίστων εξαιρέσεων, συνάντησε επίσης την αδιαφορία ή τη χλιαρή υποστήριξη της προοδευτικής κοσμικής διανόησης, η οποία απ’ ότι φαίνεται θα προτιμούσε να έχει απέναντί της υπερσυντηρητικούς και οπισθοδρομικούς θεολόγους και ένα παρωχημένο ΜτΘ, εύκολο να εξοβελιστεί από το σχολικό πρόγραμμα με την πρώτη ευκαιρία. Ολοκλήρωσε λέγοντας πως η παρούσα εκδήλωση-συζήτηση αποτελεί εξαίρεση στον κανόνα αυτό της αδιαφορίας και της άγνοιας για όσα σημαντικά λαμβάνουν χώρα στον ευρύτερο θεολογικό και εκκλησιαστικό χώρο και ότι ελπίζει να αποτελέσει αφετηρία συνάντησης και διαλόγου.
Ο Γρηγόρης Μαυροκωστίδης εστίασε στην πράξη της σχολικής ζωής και είπε ότι οι αποφάσεις του ΣτΕ για το μάθημα των θρησκευτικών είναι καταστροφικές. Η πρόταση για ένα στενά ομολογιακό μάθημα οδηγεί σε αθρόες απαλλαγές όχι μόνον των ετερόδοξων, αλλόθρησκων και άθεων, αλλά και των ορθόδοξων μαθητών. Το μάθημα των θρησκευτικών γίνεται έτσι στην πράξη επιλεγόμενο. Το «εναλλακτικό» μάθημα που προτείνεται για τους μη ορθόδοξους μαθητές δεν μπορεί να είναι κοινό μάθημα ηθικής για όλες τις θρησκείες. Οι θρησκευτικές κοινότητες θα διεκδικήσουν το δικαίωμα ξεχωριστού ομολογιακού μαθήματος η κάθε μια για τον εαυτό της. Η δημιουργία έως και οκτώ διαφορετικών ομολογιακών μαθημάτων στο σχολείο δεν συνιστά θρησκευτικό πλουραλισμό αλλά διαίρεση, διχασμό και θρησκευτικό ανταγωνισμό των μαθητών. Έτσι επηρεάζεται αρνητικά η δομή και η εκπαιδευτική λειτουργία του σχολείου. Οι εκπαιδευτικές δραστηριότητες, οι διδακτικές επισκέψεις, οι ερευνητικές εργασίες και τα εκπαιδευτικά προγράμματα, στα πλαίσια του μαθήματος των θρησκευτικών, δεν θα αφορούν πλέον σε όλους τους μαθητές. Δεν θα μπορούν παραδείγματος χάρη οι ορθόδοξοι μαθητές να παρακολουθήσουν την έκθεση φωτογραφίας με θέμα: Παρασκευή Σάββατο Κυριακή, όπου πέντε φωτογράφοι από διαφορετικές θρησκευτικές παραδόσεις μιλούν με τα έργα τους για το σεβασμό στη θρησκευτική ετερότητα και τη σημασία της αλληλοκατανόησης, τη στιγμή μάλιστα που την έκθεση αυτή εγκαινίασε ο Οικουμενικός Πατριάρχης. Δεν θα μπορούν από την άλλη, οι μη ορθόδοξοι μαθητές να παρακολουθήσουν την έκθεση για το κάλλος των βυζαντινών εικόνων, να ξεναγηθούν στους βυζαντινούς ναούς της Θεσσαλονίκης ή να παρακολουθήσουν ένα θρησκευτικό κονσέρτο, χωρίς απαλλαγές. Δεν θα μπορούν όλοι οι μαθητές στο μάθημα των Θρησκευτικών να πάρουν μέρος σε Ερευνητική εργασία με θέμα την «Ιστορία της Θεσσαλονίκης μέσα από τη γνωριμία των θρησκευτικών της κοινοτήτων». Αν στο σχολείο η αναφορά στον θρησκευτικά «άλλο» προκαλεί σύγχυση, τότε πώς η αναφορά στον ιστορικά, πολιτιστικά και πολιτικά «άλλο» δεν προκαλεί κάτι ανάλογο; Η ανάπτυξη της θρησκευτικής συνείδησης προϋποθέτει τον θρησκευτικό γραμματισμό και την κριτική σκέψη, με σκοπό τη διασφάλιση της ελευθερίας της συνείδησης και τη διαμόρφωση ελεύθερων πολιτών, κατά το Σύνταγμα.
Η Αγγελική Ζιάκα, δια σημειώματος (λόγω αδυναμίας προσέλευσης), εξέφρασε την ευχή η συζήτηση να διεξαχθεί με τρόπο που να υπερβαίνει τα στενά νομικά και θεολογικά πλαίσια. Εξέφρασε δε τον φόβο ότι με τις πρόσφατες αποφάσεις του ΣτΕ το μάθημα το θρησκευτικών θα καταστεί προαιρετικό, και έκανε λόγο για «αυτογκόλ» των συντηρητικών δυνάμεων, εξαιτίας ακριβώς της επιθυμίας τους να «διαφυλάξουν» ένα αμιγώς ορθόδοξο κατηχητικό μάθημα, επιθυμία η οποία θα οδηγήσει εντέλει στην περιχαράκωση του σε κλειστές θρησκευτικές ομάδες, οι οποίες θα διαχωρίζουν τους μαθητές εντός του σχολείου και θα αποτελέσουν μια εξαίρετη μαγιά για την εκκόλαψη θρησκευτικού ριζοσπαστισμού στο σχολείο και κατ’ επέκταση στην κοινωνία. Η χώρα είχε ένα μεγάλο προτέρημα με ένα μάθημα «ανοιχτό» για όλους τους μαθητές της, χωρίς διαχωρισμούς, συμπλήρωσε. Σε ένα «κλειστό» ομολογιακό μάθημα κανένας μη Έλλην ορθόδοξος δεν θα μαθαίνει τίποτα απολύτως για την Ορθοδοξία και την ιδιαίτερη σχέση της με την Ελλάδα και τις άλλες θρησκείες και πολιτισμούς, κι αυτό σε μια τόσο κρίσιμη εποχή για την χώρα με τις συνεχείς προσφυγικές ροές και τις ποικίλες ανακατατάξεις στην ευρύτερη περιοχή. Πρόκειται για μια θλιβερή και επικίνδυνη απόφαση, για ένα τεράστιο «αυτογκόλ» των συντηρητικών δυνάμεων στην πρόοδο της χώρας, για μια αδιανόητη οπισθοδρόμηση σε μια τόσο ευαίσθητη, δύσκολη και σύνθετη περίοδο. (Βλ. σχετικά και συνέντευξή της : https://www.stokokkino.gr/article/1526/Agg.-Ziaka:-.html)