Χολαργός 29-6-2017
ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ
Η Εκκλησία της Ελλάδος, το Υπουργείο Παιδείας και τα νέα Θρησκευτικά
Ο Πανελλήνιος Θεολογικός Σύνδεσμος «ΚΑΙΡΟΣ- για την αναβάθμιση της θρησκευτικής εκπαίδευσης» παρακολουθώντας την όλη διαδικασία υλοποίησης στη πράξη των Νέων Προγραμμάτων για τα Θρησκευτικά που φαίνεται να ολοκληρώνεται με τα νέα ΦΕΚ και μετά το πέρας της συζήτησης μεταξύ Εκκλησίας και Πολιτείας πάνω στα ίδια τα προγράμματα κι όχι περί των προγραμμάτων, των συντακτών τους και των προθέσεών τους, όπως γίνεται εδώ και πολύ καιρό, επιθυμεί να επισημάνει τα εξής:
- Είναι αυτονόητο ότι ο διάλογος για τον τρόπο και το περιεχόμενο της θρησκευτικής αγωγής που πρέπει να δίνει το δημόσιο σχολείο ειδικά στη σύγχρονη κοινωνία με τους συνεχείς μετασχηματισμούς της, είναι απαραίτητος και έπρεπε να γίνει θεσμικά ανάμεσα στους ενδιαφερομένους, όπως τα Πανεπιστημιακά ιδρύματα, οι θεολογικές ενώσεις, και οι θρησκευτικές κοινότητες με πρώτη και κύρια την Εκκλησία της Ελλάδος. Πολλά σημαντικά θέματα που τώρα εμφανίζονται ως παραχωρήσεις του Υπουργείου προς την Εκκλησία, όπως η υποχρεωτικότητα του μαθήματος, η θέση του στο νέο Λύκειο, η ονομασία και ο αριθμός διδακτικών ωρών είναι προϊόν παρεμβάσεων συντονισμένα ή χωριστά όλων αυτών των φορέων. Ωστόσο, ο διάλογος πάνω στις λεπτομέρειες των νέων Προγραμμάτων που έχουν δημοσιοποιηθεί και πιλοτικά εφαρμοστεί μέχρι και έξι χρόνια πριν, δεν έγινε με νηφαλιότητα και καλόπιστη διάθεση. Έτσι κατέληξε τελικά να διεξαχθεί ανάμεσα σε επιτροπές του Υπουργείου και της Ιεράς Συνόδου της Εκκλησίας της Ελλάδος με τη συμμετοχή θεολόγων εκπαιδευτικών όλων των βαθμίδων της Εκπαίδευσης και Ιεραρχών. Όλοι, ως πρόσωπα, έφεραν σε πέρας ένα πολύ αξιόλογο έργο,∙ωστόσο το πρόβλημα που παρουσιάστηκε δεν παύει είναι ξεκάθαρα δομικό. Ευτυχώς, πρόλαβε ήδη και το διατύπωσε ο πρόεδρος της Επιτροπής της Συνόδου Σεβασμιώτατος Μητροπολίτης Ύδρας Εφραίμ, ο οποίος παρότι παρουσίασε τη διαδικασία αυτή ως μια «συναπόφαση» της Ιεραρχίας με την Πολιτεία και ως ένα «κεκτημένο» επισήμανε ταυτόχρονα, ότι υπάρχει σοβαρό έλλειμμα στη «συνομιλία» της Εκκλησίας με την κοινωνία και ότι είναι παρωχημένος ο τρόπος λειτουργίας συνοδικών επιτροπών, που απαιτούν από τους Αρχιερείς να είναι ειδικοί επί παντός και ιδιαίτερα σε αλλαγές, που έχουν σημειωθεί στις επιστήμες της Αγωγής, όσον αφορά στις νέες παιδαγωγικές θεωρίες, στις μεθόδους και στις τεχνικές διδασκαλίας, στις στρατηγικές μάθησης.
- Βεβαίως, τόσο ένας διάλογος μεταξύ ειδικώς ενδιαφερομένων για ένα θέμα όσο και η επιστημονική συζήτηση προϋποθέτουν μια ευρύτερη παιδεία για το επίπεδο της οποίας δεν έχει μόνο ευθύνη η ιεραρχία αλλά όλοι μας. Είναι γνωστό ότι μερίδα θεολόγων και άλλων εκπαιδευτικών καταφέρθηκε από την αρχή μέσα από διάφορα έντυπα και ηλεκτρονικά δημοσιογραφικά βήματα και μηχανισμούς περισσότερο με εμπάθεια και μένος – λιγότερο με σαφή επιστημονικά και παιδαγωγικά επιχειρήματα - εναντίον και των νέων προγραμμάτων συλλήβδην αλλά και εναντίον των προσώπων των συντακτών τους, με ανυπόστατες και αήθεις κατηγορίες για χρηματισμό, προσηλυτισμό, αντιγραφή «νεοβουδιστικών» προγραμμάτων και άλλα πολλά. Μέρος τους, δυστυχώς, ταυτίζεται και με ηγετική ομάδα της Πανελλήνιας Ένωσης Θεολόγων. Αυτό φαίνεται και από την πρόσφατη επίθεση με ανοίκειους χαρακτηρισμούς μέλους του ΔΣ της ΠΕΘ κατά του Μητροπολίτου Αργολίδος Νεκταρίου με ευθεία αναφορά στην υποστήριξη που παρέσχε με την γραπτή του μαρτυρική κατάθεση (ο ίδιος μαζί με την θεολόγο Βασίλη Αργυριάδη και την αυτοπρόσωπη μαρτυρία του Προ-κοσμήτορα της Θεολογικής Σχολής Αθηνών Μάριου Μπέγζου) όχι στις απόψεις μας, αλλά στο αυτονόητο δικαίωμα μιας ομάδας ανθρώπων, εντός της δημοκρατικής κοινωνίας, να λειτουργούν ως συλλογική οντότητα και να υποστηρίζουν τη διαφορετική τους γνώμη, καθώς το περασμένο έτος, η ίδια η ΠΕΘ επιδίωξε δικαστικά, ευτυχώς χωρίς επιτυχία, τη διάλυση του συλλόγου μας. Στα δημοσιογραφικά τους όργανα ασκείται έντονη, ακόμη και ένα χρόνο μετά, πολεμική κατά της Συνόδου της Κρήτης, και του Οικουμενικού Πατριαρχείου. Ορθά, λοιπόν, και πάλι η εισήγηση του Αγίου Ύδρας εφιστά την προσοχή στα δημοσιογραφικά κείμενα, τα «υποκινούμενα υπό αμφιβόλου ποιότητος ελατήρια συντεχνιακών και κομματικών συμφερόντων».
- Παρά τις παραπάνω γενικές παρατηρήσεις και τις άχαρες αντεγκλήσεις για το ποια τραγούδια «κόπηκαν» ή παρέμειναν στο διδακτικό υλικό, παραμένει δεδομένο και «κεκτημένο» ότι μέσα σε μια γενικότερη ομοθυμία εφαρμόζεται ένα εντυπωσιακά καινοτόμο πρόγραμμα Σπουδών που συμπυκνώνει σύγχρονες εκπαιδευτικές τάσεις (πρόγραμμα διαδικασίας, φάκελος μαθητή αντί βιβλίου) και απευθύνεται σε όλους τους μαθητές κι αυτό θέτει τις βάσεις για έναν σημαντικό επόμενο στόχο: να περιοριστούν ουσιαστικά τα αιτήματα απαλλαγών. Το μάθημα ενημερώνει με τρόπο παιδαγωγικά ελκυστικό για το ευρύτερο θρησκευτικό φαινόμενο, καλλιεργεί τον σεβασμό και την κατανόηση του διαφορετικού χωρίς να απεμπολεί την καλλιέργεια της προσωπικής πίστης καθώς διευκολύνει την εμβάθυνση σ’ αυτήν, ούτε και την ένταξη σ’ ένα πολιτιστικό και αξιακό πλαίσιο των Ορθόδοξων και αλλόδοξων Ελλήνων και αλλόθρησκων μαθητών που μαθαίνουν υπεύθυνα για την ιστορικά βαρύνουσα πορεία του Ορθόδοξου Χριστιανισμού σ’ αυτή τη χώρα.
- Ο Σύλλογός μας ιδρύθηκε ως μια προσπάθεια ανθρώπων που κινούμενοι πέρα από κομματικά δίκτυα και άλλου είδους διαπλοκές οραματίζονται ένα μάθημα Θρησκευτικών και μια θεολογία ανοικτών οριζόντων που λειτουργεί τελικά ως ένας αγωγός, αλλά και ένα εργαλείο για την συνάντηση της Εκκλησίας με την κοινωνία. Μιας Εκκλησίας που απαρτίζεται εκτός από επισκόπους ή έστω κληρικούς (ως Σώμα) κι από ένα πλήθος πιστών, διαφόρων κατηγοριών και ρόλων, που κομίζει λόγο περί σωτηρίας μέσα και από τη γνώση για το θρησκευτικό φαινόμενο και το διάλογο με την επιστήμη στη δημόσια εκπαίδευση. Αλλά και συνάντηση με μια κοινωνία που δεν την βλέπουμε κύρια ως εχθρό, απειλή ή βλάσφημο εισβολέα, αλλά ως σώμα ανθρώπων τραυματισμένων, που πάσχουν με ποικίλους τρόπους, βρίσκονται σε σύγχυση, και έχουν δικαίωμα σ’ ένα λόγο στήριξης και νοήματος ζωής κι όχι μόνο σε μια ατομικά περιχαρακωμένη θρησκευτικότητα. Μ’ αυτό το σκεπτικό μέλη μας συμμετείχαν στην περιπέτεια των νέων Προγραμμάτων από πολλές θέσεις και ως Σύλλογος επιχειρήσαμε το φθινόπωρο του 2015 με ηχηρή δημόσια παρέμβαση να στρέψουμε την προσοχή του Υπουργείου Παιδείας στην ύπαρξή τους.
- Η τελευταία εξέλιξη προκαλεί εύλογα αισθήματα δικαίωσης, αλλά και ιλιγγιώδους ευθύνης απέναντι σε όσα πρέπει να γίνουν ακόμη, καθώς ούτε η σύνταξη ούτε ακόμα και η εφαρμογή των νέων προγραμμάτων περιορίζουν το εύρος και την ανάγκη παρέμβασης στην κοινωνία, ώστε να αποκτήσει η θεολογία που ονειρευόμαστε το ρόλο και τη λειτουργία της στη νεοελληνική μετανεωτερική πραγματικότητα. Καθώς, παρόλο που το είχαμε ζητήσει με επιμονή, η πρώτη πειραματική χρονιά δεν συνοδεύθηκε από έγκαιρη επιμόρφωση, ο Σύλλογός μας προσπάθησε με δράσεις του να συνδράμει και να υποστηρίξει αυτή τη διαδικασία. Όμως, πολύ πιο πέρα και από αυτά είναι σημαντικό μέσα από μεγάλες και μικρές μορφές συλλογικής δουλειάς στο σχολείο, στην ενορία, αλλά και στη θρησκευτική κοινότητα του διαφορετικού από μας, να ζυμωθεί η θεολογία μας, η παιδαγωγική μας δράση και η «ερευνώσα τον λόγο» πίστη, σε μια κοινωνία που θεριεύει ο φανατισμός και η ανορθολογική σκέψη, που ενσπείρεται ο πανικός απέναντι στις παγκόσμιες αλλαγές, ενώ ταυτόχρονα εδραιώνεται ο αποκλεισμός του αδύναμου και αποθεώνεται η λατρεία της δύναμης και της συσσώρευσης πλούτου, ενώ ταυτόχρονα η εκκοσμίκευση παγκοσμίως επελαύνει κατά του θρησκευτικού φαινομένου. Για όλα αυτά ο Σύλλογός μας καλεί τους θεολόγους, αλλά και τους εκπαιδευτικούς όλων των βαθμίδων, σε μια ειλικρινή συνεργασία όχι μόνο για την εμπνευσμένη και ουσιαστική εφαρμογή των νέων Προγραμμάτων, αλλά, με αφετηρία τη θρησκευτική αγωγή, συνολικά για το στοχασμό και τη δράση μέσα κι έξω από τη σχολική τάξη για μια βιώσιμη ανθρώπινη κοινωνία.
Για το Δ.Σ
Ο Πρόεδρος Ο Γ. Γραμματέας
Δ. ΜΟΣΧΟΣ Γ.ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΣ
Αναπληρωτής Καθηγητής Θεολόγος
Θεολογικής Σχολής ΕΚΠΑ Διευθυντής Λυκείου