Η εκπόνηση Προγραμμάτων Σπουδών είναι μια σύνθετη και επίπονη επιστημονική εργασία, η οποία απαιτεί πολυεπίπεδη θεωρητική γνώση και παιδαγωγική εμπειρία. Η αποτίμηση του περιεχομένου και της δυναμικής ενός Προγράμματος Σπουδών είναι απαιτητική διαδικασία, η οποία γίνεται με επιστημονικά κριτήρια, κυρίως μέσα από την πειραματική εφαρμογή του. Οι απλουστευτικές κρίσεις με ιδεολογικό υπόβαθρο, όσο και εάν είναι χρήσιμες για την καταγραφή των τάσεων που διαμορφώνονται στο κοινωνικό πεδίο, μάλλον συσκοτίζουν τα πράγματα και δεν προάγουν τον επιστημονικό διάλογο.
Τα μέλη της Επιτροπής Εμπειρογνωμόνων για την εκπόνηση του νέου Προγράμματος Σπουδών στα Θρησκευτικά Δημοτικού-Γυμνασίου, το οποίο ολοκληρώθηκε ήδη από το 2011, δοκιμάστηκε πιλοτικά και αναθεωρήθηκε σε αρκετά σημεία του το 2014, καθώς και τα μέλη της Επιτροπής του αντίστοιχου Προγράμματος του Λυκείου, παρακολουθούμε με ενδιαφέρον τόσο τον ευρύτερο διάλογο στην κοινωνία, για το μάθημα των Θρησκευτικών, όσο και ειδικότερα τον διάλογο στον εκπαιδευτικό κόσμο, για τα νέα Προγράμματα Σπουδών. Ως επιστήμονες, μάχιμοι εκπαιδευτικοί - θεολόγοι της σχολικής τάξης και του πανεπιστημίου, ενδιαφερόμαστε για την ανανέωση του μαθήματός μας και λαμβάνουμε υπόψη κάθε θετική πρόταση, η οποία κατατίθεται και φυσικά είναι τεκμηριωμένη. Στο πλαίσιο αυτό, άλλοτε συλλογικά και άλλοτε ατομικά, τα μέλη των Επιτροπών έχουμε εκφράσει τις απόψεις μας υπεύθυνα και με επιχειρήματα, όποτε αυτό κρίθηκε αναγκαίο.
Με αφορμή τις νέες συζητήσεις γύρω από το νομικό καθεστώς και τη φυσιογνωμία του μαθήματος των Θρησκευτικών, στο πλαίσιο των οποίων συχνά γίνονται αναφορές στα νέα Προγράμματα Σπουδών και στην πρόταση θρησκευτικής εκπαίδευσης που κομίζουν, θεωρούμε χρήσιμο να προβούμε με συντομία στις παρακάτω διασαφήσεις:
Το νομικό πλαίσιο
Το καθεστώς λειτουργίας και οργάνωσης του μαθήματος των Θρησκευτικών είναι απολύτως σαφές. Βασίζεται κατά κύριο λόγο στο Σύνταγμα και τους νόμους του κράτους, μεταξύ των οποίων είναι οι νόμοι της Εκπαίδευσης και εν μέρει o Καταστατικός Χάρτης της Εκκλησίας της Ελλάδος. Αυτό το νομικό πλαίσιο έχει ερμηνευθεί επαρκώς με αποφάσεις του Συμβουλίου της Επικρατείας και των ανώτατων Διοικητικών Δικαστηρίων της χώρας, σύμφωνα με τα ισχύοντα τόσο σε εθνικό όσο και ευρωπαϊκό επίπεδο. Τα νέα Προγράμματα Σπουδών στα Θρησκευτικά όχι μόνο δεν αντιβαίνουν αλλά στηρίζονται σε αυτό το νομικό πλαίσιο και το εφαρμόζουν.
Η ανάγκη αλλαγής
Μέχρι την εκπόνηση των νέων Προγραμμάτων Σπουδών, δεν υπήρχε ένα ολοκληρωμένο και μεθοδικό Πρόγραμμα Σπουδών για το μάθημα των Θρησκευτικών, όπως άλλωστε και για τα άλλα μαθήματα. Η προβλεπόμενη διδακτική πορεία οριζόταν συνοπτικά από τα αναλυτικά προγράμματα και το Διαθεματικό Ενιαίο Πλαίσιο Προγραμμάτων Σπουδών (ΔΕΠΠΣ), τα οποία όμως κατ’ ουσίαν δεν προσέφεραν στην καθημερινή διδακτική πρακτική, παρά τα όποια θετικά χαρακτηριστικά τους, καθώς λειτούργησαν κυρίως ως οδηγοί για τους συγγραφείς των διδακτικών βιβλίων.
Οι συνεχείς κοινωνικές εξελίξεις καθιστούν επιτακτική την ανάγκη προσαρμογής της θρησκευτικής εκπαίδευσης στις νέες συνθήκες, στο πλαίσιο των μορφωτικών αναγκών και προσδοκιών των σημερινών μαθητών. Είναι σαφές ότι άλλες είναι οι προκλήσεις που αντιμετώπιζαν οι μαθητές πριν από μερικές δεκαετίες και άλλες είναι οι εμπειρίες και οι αναζητήσεις τους σήμερα.
Οι παιδαγωγικές αρχές
Τα νέα Προγράμματα Σπουδών λαμβάνουν υπόψη τις σύγχρονες θεωρίες μάθησης και διδακτικής. Αξιοποιούν επιλεκτικά θέσεις από τις θεωρίες γνωστικής ανάπτυξης, τις θεωρίες ηθικής ανάπτυξης και της θρησκειοπαιδαγωγικής, προσεγγίσεις του κοινωνικοπολιτισμικού εποικοδομισμού και της κριτικής παιδαγωγικής. Αντιμετωπίζουν τη μάθηση ως προϊόν αλληλεπίδρασης, προάγουν την ανακαλυπτική μάθηση, την αυτενέργεια του μαθητή και την κοινωνικοποίησή του μέσα από τη συνεργατικότητα, στοχεύουν δε στην ανάπτυξη της κριτικής σκέψης. Προτείνουν συμμετοχικά μοντέλα οργάνωσης της τάξης, τα οποία τείνουν στη φθίνουσα καθοδήγηση από τον εκπαιδευτικό, έναντι του παραδοσιακού δασκαλοκεντρισμού. Ευνοούν τη διαφοροποίηση της διδασκαλίας, δίνοντας ίσες ευκαιρίες σε όλους τους μαθητές. Απελευθερώνουν τη διδακτική διεργασία, εισάγοντας καινοτόμες διδακτικές προτάσεις στην κατεύθυνση της διερευνητικής και βιωματικής μάθησης.
Στα ζητήματα αυτά η συμβολή των νέων Προγραμμάτων Σπουδών είναι μεγάλη και καθοριστική. Τα μηνύματα από την πιλοτική εφαρμογή τους στην υποχρεωτική εκπαίδευση είναι ελπιδοφόρα, με πολλούς εκπαιδευτικούς να εκφράζονται εγκωμιαστικά, αναγνωρίζοντας τη δυναμική της ανανέωσης της διδακτικής διαδικασίας και τους μαθητές να εκδηλώνουν ισχυρό ενδιαφέρον και διάθεση ενεργητικής συμμετοχής στις νέες τεχνικές διδασκαλίας.
Το διδακτικό περιεχόμενο
Τα νέα Προγράμματα Σπουδών προσαρμόζουν τα βασικά για διδασκαλία θέματα των Θρησκευτικών στα μαθησιακά ενδιαφέροντα των μαθητών, ανάλογα με την ηλικία και την ανάπτυξή τους. Δίνουν έμφαση στον θρησκευτικό γραμματισμό, προωθώντας στη μεν υποχρεωτική εκπαίδευση την ανίχνευση, την κατανόηση και στη συνέχεια την κριτική ερμηνεία της τοπικής θρησκευτικής παράδοσης και σε θεμιτό βαθμό των μεγάλων θρησκευτικών παραδόσεων, στο δε Λύκειο τη διερεύνηση θρησκευτικών συμπεριφορών και εκφάνσεων της θρησκευτικότητας.
Σε όλη τη διαδρομή της εκπαίδευσης, από το Δημοτικό μέχρι το Λύκειο, στο επίκεντρο της διδασκαλίας είναι η Ορθόδοξη Χριστιανική παράδοση, ενώ σε ένα ευρύτερο κύκλο προσεγγίζονται οι χριστιανικές παραδόσεις της Ευρώπης και τα μεγάλα θρησκεύματα του κόσμου, στον βαθμό που οι γνώσεις αυτές σχετίζονται με εμπειρίες και βιώματα των μαθητών. Ως προς το ζήτημα αυτό, τα νέα Προγράμματα δεν καινοτομούν, απεναντίας προεκτείνουν και διευρύνουν τις αρχές που διέπουν το ΔΕΠΠΣ, τοποθετώντας την παρεχόμενη θρησκευτική εκπαίδευση σε ένα νέο πλαίσιο, με ισχυρή νομιμοποιητική και παιδαγωγική βάση. Η ανάπτυξη της προσωπικής θρησκευτικής συνείδησης και πολιτιστικής ταυτότητας επιδιώκεται με απόλυτο σεβασμό στην ετερότητα. Επιπρόσθετα, συνυπολογίζονται τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά των προβληματισμών και των αναζητήσεων των νέων, ειδικά στη δύσκολη περίοδο της εφηβείας, κατά την οποία τείνουν προς τον αντικομφορμισμό και την αμφισβήτηση.
Η διαπολιτισμική διάσταση
Τα νέα Προγράμματα Σπουδών και γενικότερα το μάθημα των Θρησκευτικών, εκτός των άλλων, υποστηρίζουν τη διαπολιτισμική διάσταση της θρησκευτικής εκπαίδευσης, με στόχο την καλλιέργεια αξιών, στάσεων και δεξιοτήτων ειρηνικής συνύπαρξης και συνεργασίας και την αποτροπή φονταμενταλιστικών και μισαλλόδοξων προσεγγίσεων.
Η ανθρωπότητα πορεύεται σε μία νέα φάση της ιστορίας της, κατά την οποία η θρησκεία και ο πολιτισμός αποκτούν μία κεντρική θέση, όπως συνέβη και κατά το παρελθόν. Τα πρόσφατα γεγονότα στην κεντρική Ευρώπη και η μετακίνηση των πληθυσμών, με ό,τι αυτό συνεπάγεται για τις τοπικές κοινωνίες, υπογραμμίζουν τον κίνδυνο επερχόμενων συγκρούσεων, οι οποίες δεν θα στηρίζονται μόνο σε πολιτικοοικονομικά συστήματα, αλλά θα χρησιμοποιούν τις θρησκείες. Η νέα πρόταση θρησκευτικής εκπαίδευσης έρχεται ως απάντηση στον φόβο και τον θρησκευτικό φανατισμό τη στιγμή που υψώνονται τείχη απομόνωσης σε ολόκληρη την Ευρώπη.
Οι θρησκειολογικές αναφορές
Ορισμένες απόψεις που είδαν το φως της δημοσιότητας, ότι τάχα με τα νέα Προγράμματα Σπουδών το μάθημα μετατρέπεται σε θρησκειολογικό ή πολυθρησκειακό ή πανθρησκειακό, είναι επιφανειακές προσεγγίσεις, οι οποίες εκτός από το ότι είναι αναληθείς προδίδουν την περί του μαθήματος παρωχημένη άποψη των εισηγητών τους, καθώς θεωρούν ότι το μάθημα, λόγω «επικρατούσας θρησκείας», οφείλει να είναι μονοφωνικό και με σαφή άμεσο ή έμμεσο κατηχητικό προσανατολισμό. Επιπλέον, χονδροειδείς αναφορές περί δήθεν αλλοίωσης της χριστιανικής πίστης ή απομείωσης του προσώπου του Χριστού ή της Θεοτόκου, αποτελούν κακοπροαίρετη παραπληροφόρηση και φυσικά δεν συμβάλλουν στον διάλογο, εφόσον οποιοσδήποτε νηφάλιος «αναγνώστης» του νέου Προγράμματος θα διαπιστώσει εύκολα και γρήγορα ακριβώς το αντίθετο.
Όσοι γνωρίζουν από τη διδακτική πράξη το περιεχόμενο των υφιστάμενων σήμερα διδακτικών βιβλίων των Θρησκευτικών, γνωρίζουν καλά ότι ακόμη και αυτά περιλαμβάνουν θρησκειολογικά θέματα, ήδη από το Δημοτικό, όπου υπάρχουν ολόκληρες διδακτικές ενότητες με θρησκειολογικό περιεχόμενο. Στα νέα Προγράμματα Σπουδών τα θρησκειολογικά θέματα δεν αυξάνονται, αλλά απλώς διερευνώνται με νέα λογική, δηλ. με βάση τα ενδιαφέροντα των μαθητών στο συγκεκριμένο περιβάλλον που ζουν. Το εύρος των θρησκειολογικών αναφορών εγγράφεται στο πλαίσιο του θρησκευτικού γραμματισμού των μαθητών και καλύπτει τις πραγματικές μορφωτικές ανάγκες, που αφορούν σε ένα θρησκευτικά εγγράμματο άνθρωπο της εποχής μας.
Οι επικριτικές ακρότητες
Κάθε τεκμηριωμένη άποψη ή πρόταση, αλλά και ή καλοπροαίρετη κριτική που κατατίθεται είναι ευπρόσδεκτη. Αρκετές παρατηρήσεις που διατυπώθηκαν, κυρίως από ενεργούς εκπαιδευτικούς, ήδη ελήφθησαν υπόψη κατά την αναθεώρηση του Προγράμματος Σπουδών στα Θρησκευτικά Δημοτικού-Γυμνασίου. Παρ’ όλα αυτά, δεν μπορούμε να μην επισημάνουμε ορισμένες περιπτώσεις ακραίας κριτικής και ανοίκειας συκοφάντησης των νέων Προγραμμάτων, με δόλιες επικοινωνιακές πρακτικές, αστήρικτες κατηγορίες και απαράδεκτα υπονοούμενα, με στόχο τη σπίλωση της υπόληψης των ανθρώπων που εργάστηκαν για την εκπόνησή τους. Πρόκειται για τα ίδια πρόσωπα που διατύπωναν αρνητική κριτική, με παρόμοια επιχειρήματα, και κατά την παραγωγή νέων διδακτικών βιβλίων, το 2006. όταν εφαρμόστηκε το ΔΕΠΠΣ. Σήμερα, δήθεν τα υποστηρίζουν επειδή τάχα τα νέα Προγράμματα Σπουδών αλλοιώνουν το περιεχόμενο του μαθήματος. Ορισμένοι εκ των επικριτών άρχισαν να διατυπώνουν απορριπτικές κρίσεις για τα νέα Προγράμματα πριν καν ξεκινήσει η εκπόνησή τους, πριν δημοσιευθούν και εφαρμοστούν πιλοτικά και φυσικά το ίδιο έπραξαν και στη συνέχεια, προσπαθώντας να δημιουργήσουν συνθήκες πόλωσης και αδιεξόδου.
Η Επιτροπή του Προγράμματος Σπουδών στα Θρησκευτικά Δημοτικού-Γυμνασίου επανειλημμένα και εξαντλητικά απάντησε σε όσες αιτιάσεις έκρινε αναγκαίο ότι πρέπει να απαντηθούν, με επιχειρήματα τα οποία ουδέποτε αμφισβητήθηκαν. Oρισμένοι επικριτές επανέρχονται, αποκρύπτοντας την αλήθεια με τρόπο αντιδεοντολογικό και εμμένοντας φανατικά στις προσωπικές τους ιδεοληψίες, χωρίς να θέλουν να δουν την ουσία και το όραμα που διαπνέει τα νέα Προγράμματα Σπουδών. Ένα όραμα το οποίο συνοψίζεται στη σύγχρονη ανάγκη και πραγματικότητα το μάθημα των θρησκευτικών να «μιλήσει» στους νέους, να τους καταρτίσει με αντικειμενικό θρησκευτικό πνεύμα και να τους διδάξει δεξιότητες συμβίωσης και διαλόγου με κάθε άνθρωπο, με πνεύμα ομόνοιας και κριτικής σκέψης. Και όλα αυτά με ποικίλα παιδαγωγικά και μαθησιακά εργαλεία, μεταμορφώνοντας το μάθημα σε πόλο έλξης και καλλιέργειας των μαθητών.
Ο διάλογος που (δεν) έγινε
Παρά το πλήθος των δημοσιευμάτων και την πληθώρα εκδηλώσεων γύρω από τα νέα Προγράμματα Σπουδών, δεν έχει γίνει ακόμη ένας υπεύθυνος και ουσιαστικός διάλογος ανάμεσα σε όλους τους εμπλεκόμενους για το ζήτημα της θρησκευτικής εκπαίδευσης. Ορισμένες προσπάθειες που έγιναν για την ανταλλαγή απόψεων, με τη συμμετοχή και των Εμπειρογνωμόνων του νέου Προγράμματος Σπουδών, δυστυχώς δεν ευοδώθηκαν με υπαιτιότητα άλλων, που αρνήθηκαν οποιαδήποτε συζήτηση επικαλούμενοι τη δική τους αναντίρρητη δογματική «αλήθεια», για την οποία φυσικά δεν υπάρχει περιθώριο αμφισβήτησης.
Τα μέλη των Επιτροπών εξακολουθούμε να πιστεύουμε στην αναγκαιότητα του διαλόγου. Το συγγραφικό έργο των Επιτροπών και η παραχθείσα τεκμηριωμένη αρθρογραφία γύρω από τα νέα Προγράμματα Σπουδών είναι στη διάθεση κάθε ενδιαφερόμενου. Είμαστε πρόθυμοι για περαιτέρω διευκρινήσεις και οποιαδήποτε συνεργασία απαιτηθεί.
Η δυναμική της ανανέωσης
Σε ένα κόσμο που αλλάζει συνεχώς, η έγνοια για συνεχή ανανέωση του θρησκευτικού μαθήματος είναι καθήκον όλων. Οι θεολόγοι εκπαιδευτικοί της τάξης γνωρίζουν ότι δεν μπαίνει «νέο κρασί σε παλιούς ασκούς» και αγωνίζονται καθημερινά για δημιουργική διδασκαλία και μάθηση.
Είναι επιβεβλημένο να αντιληφθούμε όλοι την κρισιμότητα της αποστολής τους και να στηρίξουμε αποτελεσματικά το έργο τους, ακόμη και με καλόπιστη κριτική, που οδηγεί σε μια επιθυμητή σύνθεση. Κάθε άλλη προσπάθεια συνιστά υπονόμευση του έργου τους, αλλά και αυτής της νομιμοποιητικής βάσης του μαθήματος.
Τα μέλη των Επιτροπών Εμπειρογνωμόνων
για την εκπόνηση των νέων Προγραμμάτων Σπουδών
και των Οδηγών του Εκπαιδευτικού
στα Θρησκευτικά Δημοτικού-Γυμνασίου και Λυκείου