Θα ήθελα να συγ-χαρώ τον π. Χαράλαμπο Σ. για το άρθρο του με τίτλο: "Προβληματισμοί και ερωτήματα στο διάλογο για την μετάφραση των λειτουργικών κειμένων", με το οποίο τολμά να οδηγήσει το μαχαίρι ως το κόκαλο. Χαίρομαι πραγματικά που υπάρχουν τέτοιες ωραίες φωνές στον κλήρο μας και ευελπιστώ - ίσως και να ονειροβατώ - ότι κάτι αρχίζει και κινείται. Έχει απόλυτο δίκιο σε όσα γράφει. Ο κλήρος μας πρέπει να αρχίσει επιτέλους να πλησιάζει τον κόσμο. Αναμφισβήτητα κάποιοι κληρικοί ήδη το κάνουν. Δεν αρκούν μόνον αυτοί. Όλοι οφείλουν να το κάνουν. Κι ας αρχίσει πρώτα με κάτι το "εξωτερικό", τη γλώσσα, ως δείγμα καλής θέλησης, και θ' ακολουθήσουν και τα βαθύτερα.
Παράλληλα, όμως, με προβληματίζει η παράκλησή του να μη δημοσιευτεί το επίθετό του. Το έχω ακούσει και από άλλους ιερείς με υγιείς και "ανοιχτές" ιδέες. Αν γίνεται από ταπείνωση, έχει καλώς, (αν και, κατά την ταπεινή μου γνώμη, θα μας "οικοδομούσε" περισσότερο να ξέραμε σε ποια ενορία βρίσκεται ένας τέτοιος φωτισμένος ιερέας). Απ' την άλλη, όμως, αναρωτιέμαι μήπως υπάρχει (και) κάποιος άλλος λόγος για την απόκρυψη του επιθέτου; Γιατί να μην μπορεί ένας κληρικός να εκφράσει ελεύθερα κι επώνυμα τη γνώμη του; Υποψιάζομαι την απάντηση και προβληματίζομαι, γιατί ενώ το πνεύμα είναι ελεύθερο και λαχταρά τη γνησιότητα και τον αυθορμητισμό στη ζωή, όπως φαίνεται από τα γραφόμενα, εντούτοις υπάρχει φόβος. Ως πότε η κάθε είδους εξουσία -που θα έπρεπε να είναι διακονία- θα μας ταλανίζει; Φόβο αισθάνονταν οι μαθητές του Χριστού, όταν προσπαθούσαν να αρθρώσουν λόγο;
Και για να μην παρεξηγηθώ: ο φόβος είναι απόλυτα δικαιολογημένος στη δεδομένη κατάσταση πραγμάτων. Τι είναι αυτό όμως που δημιούργησε και συντηρεί το φόβο; Αυτό το «τι» είναι που με στενοχωρεί. Πώς είναι δυνατό να έχει εμφιλοχωρήσει ο φόβος στην ίδια την Εκκλησία, όπου "η τελεία αγάπη έξω βάλλει τον φόβον" (Α Ιω 4, 18); Ας τολμήσουμε, λοιπόν, ν? ακούσουμε με προσοχή φωνές σαν κι αυτή του π. Χαράλαμπου Σ., αλλά παράλληλα ας τολμήσουμε να ενώσουμε και τη δική μας φωνή με τη δική του μέσα σε κλίμα αγάπης, χωρίς φόβο.
Καλλιρρόη Ακανθοπούλου