Προβληματισμοί και ερωτήματα στο διάλογο για την μετάφραση των λειτουργικών κειμένων

του π.Χαράλαμπου Σ. ( Ιερέα της Εκκλησίας της Ελλάδος - κατόπιν παρακλήσεως του δεν δημοσιεύουμε το πλήρες όνομά του)

 

Τον τελευταίο καιρό λέγονται και γράφονται πολλά γύρω από το θέμα των μεταφράσεων των λειτουργικών μας κειμένων για χρήση στη Λατρεία μας. Φυσικά οι απόψεις όλων είναι και πρέπει να είναι σεβαστές. Αυτό δεν σημαίνει όμως πως είναι ή πρέπει να είναι οπωσδήποτε αποδεκτές. Όμως το θέμα αυτό (όπως άλλωστε συμβαίνει τις περισσότερες φορές), έβγαλε στην επιφάνεια αντιλήψεις, νοοτροπίες, καταστάσεις, που νομίζω χρήζουν μιας βαθύτερης διερεύνησης. Όλοι το λέμε, πολλοί το συζητούν, πως τα τελευταία χρόνια συντελέστηκαν αλλαγές πρώτου μεγέθους. Πως ο κόσμος μας αλλάζει συνεχώς και οι εξελίξεις είναι ραγδαίες. Θα μπορούσαμε να πούμε, βιώματα αιώνων αχρηστεύθηκαν σε χρόνο ρεκόρ.

Οι ταχύτητες αυτές, ομολογουμένως, είναι εντυπωσιακά μεγάλες και είναι οδυνηρά δύσκολο όχι μόνο να τις ακολουθήσει αλλά και να τις παρακολουθήσει κανείς. Βρισκόμαστε ενδεχομένως ? όπως λένε οι ειδικοί ? σε μια καμπή της ιστορίας, σε μια φάση τραγικά δύσκολη ακριβώς επειδή μέσα στις βαθιές, ταχύτατες και συνεχείς ανακατατάξεις χάνεται το στέρεο έδαφος. Αυτό ίσως να δικαιολογεί και τον υπερβολικό ζήλο ή φόβο πολλών καλών κληρικών για ό,τι καινούργιο ακούγεται. Βρισκόμαστε σ? έναν κόσμο που φαίνεται να ?χει γυρίσει την πλάτη στον Θεό. Η εικόνα που βλέπουμε γύρω μας δείχνει επακριβώς αυτό που πολλοί ονομάζουν μεταχριστιανική κοινωνία. Ενώ, λοιπόν, είναι φανερό πως έχουμε νέα δεδομένα, ενώ είναι απαραίτητο να καταλάβουμε ποιος είναι ο κόσμος στον οποίο απευθυνόμαστε για να αυξήσουμε τις δυνατότητές μας και να λειτουργήσουμε αποδοτικά, εμείς χανόμαστε σε σχολιασμούς (ενίοτε εμπαθείς) και ατέρμονες συζητήσεις για αυτά που στους Δασκάλους της Εκκλησίας ήταν αυτονόητα.
 
Ίσως να κάνω λάθος αλλά, πολλές φορές δείχνουμε σαν να μη γνωρίζουμε τι να κάνουμε μέσα σ? αυτόν τον κόσμο. Δίνουμε την εντύπωση πως σκεπτόμαστε και ενεργούμε με την ασφάλεια δεδομένων περασμένων εποχών που όμως έχουν φύγει ανεπιστρεπτί. Δείχνουμε αμήχανοι να συναντήσουμε τον άνθρωπο του καιρού μας. Δείχνουμε μια περίεργη έλλειψη κατανοήσεως των ανθρώπων ή ακόμα και μια απροθυμία να τους σκεφτούμε, να τους γνωρίσουμε. Δείχνουμε εντέλει να μην αντιλαμβανόμαστε ότι κάτι έχει αλλάξει παρά το τι λέμε. Και γι? αυτό ίσως υπάρχει ένα τεράστιο χάσμα ανάμεσα στον σύγχρονο άνθρωπο και στην Εκκλησία. Γιατί αυτός είναι ένας τελείως διαφορετικός άνθρωπος από αυτόν που ίσως εμείς μέσα στην Εκκλησία ακόμη απευθυνόμαστε. Επειδή συχνά βλέπουμε τον κόσμο, όχι όπως είναι στην πραγματικότητα, αλλά όπως τον φανταζόμαστε κι όπως θα θέλαμε να είναι.
 
Εδώ υπάρχει ένα μεγάλο κενό. Δεν μπορούμε, αδελφοί, να θεολογούμε περί προσώπων και να αγνοούμε ποιοι είναι ή να αδιαφορούμε για τις ανάγκες τους ή να προσπερνάμε αυτούς που κάτι μας ζητάνε. Αυτό επισημαίνει και ένας μακαριστός πλέον μητροπολίτης, ο Σηλυβρίας Αιμιλιανός, όταν γράφει: «Τους λέγουν ότι η τελουμένη Ευχαριστία είναι το μυστήριο της ενότητος. Αλλά κανείς μετά την απόλυση δεν ενδιαφέρεται να τους πλησιάσει. Παγωμένες σχέσεις. Ακαταδεξία. Επιφανειακοί χαιρετισμοί. Και ατέλειωτα «βοήθειά σας». Τους λέγουν ότι ο ναός είναι ο οίκος του Θεού. Όμως ο άνθρωπος αισθάνεται απογοήτευση από την ποικίλη αταξία. Από τον θόρυβο. Από το πήγαινε και έλα. Από τις υψηλές φωνές των ψαλτών. Από την έλλειψη κατανύξεως. Και από πολλά άλλα. Έως πότε; Του λέγουν ότι οι χριστιανοί είναι ο λαός του Θεού, πλήρωμα, μέλη τίμια του Σώματος του Χριστού. Όμως ο λαός αυτός μένει απληροφόρητος. Τον κρατούν συστηματικά σε απόσταση. Δεν του δίνουν το δικαίωμα να ενδιαφερθεί για τα κοινά και να εκφέρει τη γνώμη του. Ο νέος άνθρωπος αποφασίζει κάποτε να συνδεθεί με την Εκκλησία. Μπαίνει μέσα και δεν ψάλλει. Μένει βουβός. Υφίσταται την ακολουθία όσο και όπως ορίζουν οι δικές μας επιθυμίες».
 
Κακά τα ψέματα. Ο Άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος λέει ότι, την ευθύνη για το γεγονός ότι ο κόσμος δεν γνωρίζει τον Χριστό δεν την έχουν αυτοί που είναι εκτός της Εκκλησίας, αλλά αυτοί που ισχυρίζονται ότι είναι εντός. Επιτέλους, ας αφήσουμε τα όποια εύκολα έχουμε στο μυαλό μας και στο στόμα μας. Ας ξεπεράσουμε τη δύναμη της συνήθειας που μας εμποδίζει να κάνουμε τις αναγκαίες ρυθμίσεις και αλλαγές στην πράξη της Εκκλησίας, προκειμένου να πλησιάσουμε τον άνθρωπο και να τον κρατήσουμε στο σπίτι. Γιατί το θέμα δεν είναι πια αν θα έρθουν κι άλλοι, αλλά αν θα μείνουν κι αυτοί που είναι ήδη μέσα. Ας πάψουμε να πάσχουμε από φοβικά σύνδρομα ή ψευδοδιλήμματα και ας χαρούμε την ελευθερία των τέκνων του Θεού που αποστέλλονται να μεταμορφώσουν τον κόσμο. Χρειάζεται, αν δεν θέλουμε να μείνουμε μόνοι μας, να συνειδητοποιήσουμε σε τι κοινωνικά δεδομένα μας έχει φέρει ο Θεός να ζήσουμε, και να σκεφτούμε και να ενεργήσουμε ανάλογα. Χρειάζεται να δούμε τις αγωνίες των ανθρώπων ως ευκαιρία και όχι ως πρόβλημα.

Αυτό που απαιτείται από μας είναι όχι να ταυτιστεί η Εκκλησία με τον κόσμο για να τον συναντήσει αλλά, να αποκτήσει αυτό το δυναμισμό, τη ζωντάνια που θα την κάνει να επικοινωνήσει ουσιαστικά και αποτελεσματικά με τον σημερινό άνθρωπο. Γι? αυτό και πιστεύω πως ένα πρώτο βήμα, μια προϋπόθεση, είναι να μιλάμε την ίδια γλώσσα. Είναι πλέον επιτακτική ανάγκη να μπορεί ο χριστιανός, συναγόμενος στην Ευχαριστία ή στις ακολουθίες, να προσεύχεται μαζί με τον ιερέα, και όχι να πρέπει να σκέφτεται τι λέει ο ιερέας, ακόμη και αν είναι κατανοητή η γλώσσα. Πολύ περισσότερο όταν ο χριστιανός βρίσκεται στην κατάσταση που επισημαίνεται στην Α? Επιστολή προς τους Κορίνθιους (14,16), δηλαδή να μη μπορεί να πει το αμήν, αφού τίποτε δεν κατάλαβε από τα λεγόμενα! «Πως έχομε την αξίωση», αναρωτιέται εκείνο τον καιρό ο μακαριστός μητροπολίτης Κοζάνης Διονύσιος σε σχετικό υπόμνημά του στη Σύνοδο, «ο λαός να παρακολουθεί αμέτοχος τη Θεία Λατρεία, να μη καταλαβαίνει τίποτε από τα λόγια και τη μουσική των ιερών ύμνων και να εξακολουθεί να έρχεται στην Εκκλησία και καρτερικά να μας ακούει;».

Τελικά, μάλλον, αρχίζει σιγά-σιγά και γίνεται ξεκάθαρο πως πίσω από κάθε κουβέντα για το θέμα κρύβεται μια νοοτροπία, μια αντίληψη για το τι είναι, τελικά, η Εκκλησία. Μήπως από εκεί ξεκινά το πρόβλημα και δείχνουμε να μη μπορούμε να συνεννοηθούμε; Τι είναι τελικά η Εκκλησία; Τι σημαίνει, Ορθόδοξος ιερέας στις μέρες μας; Τι μπορούν να σημαίνουν αυτά για τον σύγχρονο άνθρωπο; Τι μπορεί να προσφέρει η Εκκλησία στον σύγχρονο άνθρωπο; Μήπως ? λέω μήπως ? ο σημερινός άνθρωπος με την απουσία του από το Ναό ή την αδιαφορία του, ρωτάει: «Τι έχει να πει η Εκκλησία σε μένα και στη ζωή μου; Τι σημασία μπορεί να έχει η ύπαρξή της για τη δουλειά μου, τη γενικότερη δραστηριότητά μου, τις σχέσεις μου με τους άλλους ανθρώπους;».
 
Ίσως σ? αυτά τα ερωτήματα να πρέπει να απαντήσει κανείς πριν από ο,τιδήποτε άλλο!