Δελτίον καιρού, ή για πέντε λέξεις του Δημήτρη Δημητριάδη

«ΕΙΝΑΙ ΚΑΙΡΟΣ ΝΑ ΕΙΝΑΙ ΚΑΙΡΟΣ»

Οι αρχαίοι Έλληνες είχαν δύο έννοιες για την χρονικότητα:  χρόνος και καιρός. Η πρώτη σηματοδοτούσε την ?φυσιολογική? κατάσταση του χρόνου, τον χρόνο ως ασταμάτητη γραμμική αλληλουχία, αυτό που αργότερα, μετά τις Θέσεις για τη Φιλοσοφία της Ιστορίας του Walter Benjamin, θα ονομάζαμε ιστορικιστικό χρόνο, «ομοιογενή, άδειο χρόνο». Προς τον χρόνο, ο καιρός υπέχει την θέση μιας «κατάστασης εξαίρεσης» (βλ. Carl Schmitt, Die Diktatur· και Πολιτική Θεολογία, εκδ. Κριτική) ή, με τους συγγενικούς αλλά όχι ταυτόσημους όρους του Walter Benjamin, μιας «κατάστασης έκτακτης ανάγκης» (βλ. Michael L?wy, Walter Benjamin, Προμήνυμα Κινδύνου: Μια ανάγνωση των Θέσεων ?Για τη Φιλοσοφία της Ιστορίας?, εκδ. Πλέθρον, 2004). Με άλλα λόγια, ο καιρός επισυμβαίνει ως άρση της ισχύος του χρόνου. Η άρση αυτή δεν μπορούμε να πούμε ότι είναι προσωρινή ή μόνιμη. Γιατί ο καιρός δεν έχει χρόνο: δεν είναι μετρήσιμος χρονικά, εφόσον δεν έχει στην πραγματικότητα διάρκεια. Και συνεπώς, δεν μπορεί ποτέ να είναι ο χρόνος που καθορίζει πότε «είναι καιρός να είναι καιρός» (αυτή είναι η φράση του Δημήτρη Δημητριάδη). Ο καιρός δεν είναι γέννημα του χρόνου. Είναι αυτό που γεννιέται μέσα στον χρόνο χωρίς να του ανήκει, ένα χάσμα που διαστέλλει τον χρόνο εκ των ένδον. Αυτό που γεννάει τον καιρό είναι ο εαυτός του: είναι καιρός όταν είναι καιρός, και συνεπώς το σημάδι της έλευσης του καιρού εμφανίζεται πάντα σε ένα υποκείμενο και δεν μπορεί να έχει ποτέ αντικειμενική υπόσταση, δεν μπορεί ποτέ να αποδειχθεί ή να αναπαρασταθεί ?αντικειμενικά?. Ή μάλλον, για να ακολουθήσουμε την σκέψη του Badiou, ο καιρός συγκροτεί το υποκείμενο, το υποκείμενο αναδύεται στην ύπαρξη μόνο σε συνάρτηση με την έκλαμψη του καιρού που το συνταράσσει από επιθυμία να αρπαχτεί απ? αυτόν, γιατί ο καιρός είναι ήδη το αρχαίο όνομα του μπαντιουϊκού συμβάντος, ή ακριβέστερα της χρονικότητας την οποία αφορά το συμβάν.
Ο καιρός αρπάζεται: η αρχαιότητα τον φαντάστηκε, κυριολεκτικά, σαν κάτι που πιάνεις απ? τα μαλλιά. Ιδού το εύγλωττο επίγραμμα του Ποσείδιππου, χαραγμένο πάνω στο μπρούτζινο άγαλμα του Καιρού που στεκόταν στην ελληνιστική Σικυώνα (έργο, υποτίθεται, του Λύσιππου): «Ποιος και από πού ο γλύπτης; Απ? τη Σικυώνα. Και τ? όνομά του; Λύσιππος. Και ποιος είσαι; Ο καιρός που υποτάσσει όλα τα πράγματα. Και γιατί στέκεσαι στα ακρόνυχα; Γιατί πάντοτε τρέχω. Γιατί φοράς φτερά στα πόδια; Πετώ με τον άνεμο. Γιατί κρατάς ξυράφι με το δεξί σου χέρι; Για να δείξω τους ανθρώπους πως είμαι πιο κοφτερός και από την πιο κοφτερή κόψη. Και γιατί καλύπτουν το πρόσωπό σου τα μαλλιά σου; Για να με αρπάξουν από τις μπούκλες μου. Και γιατί, για όνομα του Θεού, είσαι φαλακρός στο πίσω μέρος του κεφαλιού; Επειδή κανείς από αυτούς που ξεπέρασα με τα φτερωτά μου πόδια, όσο και να θελήσει, δεν μπορεί να με πιάσει από πίσω
Με άλλα λόγια, η επαφή με τον καιρό είναι πάντοτε βίαια: η βίαια γέννηση ενός υποκειμένου που συγκροτείται ως επίκαιρο, ως ανταποκρινόμενο προς τον καιρό, αντικατοπτρίζεται, βρίσκει το εικονογραφικό της παραπλήρωμα, στην βίαια αρπαγή του καιρού από το υποκείμενο. Που σημαίνει επίσης ότι ο καιρός δεν μπορεί παρά να είναι το όνομα μιας επαναστατικής χρονικότητας. Τι είναι μια επαναστατική χρονικότητα; Είναι μια χρονικότητα που εμφανίζεται πάντοτε με τη βία του «πολύ νωρίς», του πρόωρου. Ο καιρός δεν έχει χρόνο: βιάζεται διαρκώς, και η παραμικρή καθυστέρηση εκ μέρους μας τον κάνει να μας ξεπερνά, να μας αφήνει πίσω του χωρίς να μπορούμε πλέον να τον αδράξουμε. Η βασική θέση του Τι να κάνουμε; του Λένιν, όπως μας θυμίζει ο Badiou, είναι ότι «δεν υπάρχει και δεν θα υπάρξει ποτέ σωστός χρόνος για επανάσταση». Η επανάσταση έρχεται πάντοτε πρόωρα, εκτός χρόνου, είναι πάντα βίαια όχι απλώς επειδή ασκεί ισχύ αλλά επειδή είναι πάντα αναπόφευκτα βιαστική, αποτελώντας μια χειρονομία αρπαγής του καιρού απ? τα μαλλιά (και ιδού γιατί δεν υπάρχει, όπως θα ήθελε να πιστεύει ο ημιμαθής κύριος Καρατζαφέρης, καμμία διαφορά ανάμεσα σε μια ?καθεστωτική? και σε μια ?επαναστατική? ερμηνεία του «βία» [ως βιασύνης ή ως άσκησης βίας] στον Ύμνο προς την ελευθερία). Η επανάσταση είναι μια εμμενώς βεβιασμένη ενέργεια η οποία δημιουργεί εκ των υστέρων την χρονική της αναγκαιότητα, πλαστογραφεί δηλαδή ex post facto την έλευσή της «στη σωστή στιγμή». Αλλά η πλαστογραφία αυτή είναι αναπόδραστη, μη αναγώγιμη στο ψεύδος: «Καιρός για επανάσταση» δεν σημαίνει ποτέ «επανάσταση στη σωστή στιγμή». Η «σωστή στιγμή» δεν υφίσταται παρά ως το αναδρομικό παιδί της καιρικής ρήξης. Είναι ένα παιδί που θα έχει ήδη πάντα γεννηθεί ή που θα έχει ήδη πάντα παραμείνει ασύλληπτο.
Η φιλοσοφική γενεαλογία του καιρού είναι νόθα. Παραβιάζει κάθε γραμμική, ιστορικιστική κατασκευή που θα λεγόταν ?ιστορία της φιλοσοφίας? και θα εστιαζόταν στην μία ή την άλλη ?σχολή?. Ποιοι είναι οι θεμελιώδεις στοχαστές του καιρού; Οι σοφιστές (ο Γοργίας, κυρίως), με την έμφασή τους στην ανάγκη προσαρμογής σε διαρκώς μεταβαλλόμενες, απρόβλεπτες συνθήκες, αλλά και ο Αριστοτέλης, στην Ρητορική του. Και μετά; O Παύλος, στην Επιστολή Προς Εφεσίους («εξαγοραζόμενοι τον καιρόν?»). Και μετά τον Παύλο ούτε ο Καρτέσιος, ούτε ο Μπέικον, ούτε ο Καντ, ούτε ο Χέγκελ, αλλά o Μακιαβέλι, του οποίου ο Πρίγκηπας αποτελεί έναν μάλλον μελαγχολικό στοχασμό πάνω στις άστατες διαθέσεις του καιρού (fortuna) απέναντι στις οποίες κανείς, ούτε και ο πιο προικισμένα διορατικός πολιτικός, δεν μπορεί να ανταπεξέρχεται για πάντα. Και στον εικοστό αιώνα ο Λένιν -του Τι να κάνουμε;- ο Χάϊντεγκερ (και το Augenblick, το φαινόμενο, η απο-κάλυψη της στιγμής), και συνάμα ο Benjamin των Θέσεων (JetzZeit, ο καιρός του τώρα). Και πιο πρόσφατα ο Negri του Καιρός για επανάσταση, o Agamben (κυρίως στο Ο χρόνος που απομένει, για την επιστολή του Παύλου Προς Ρωμαίους), και ίσως πιο έμμεσα, ο Badiou.
Ας κλείσουμε με τον Παύλο, με τη φράση της επιστολής Προς Εφεσίους: τι σημαίνει «εξαγοραζόμενοι τον καιρόν»; Στα αγγλικά, μία από τις εκδοχές του οικονομικού «εξαγοράζω» είναι «redeem», που ως γνωστόν σημαίνει επίσης «λυτρώνω», δηλαδή πληρώνω τα λύτρα, όπως κάνει ο Ιησούς στον σταυρό σε ό,τι αφορά την ανθρώπινη αμαρτία. «Εξαγοράζω» δεν σημαίνει «αγοράζω»· είναι μια οικονομική πράξη σκοπός της οποίας είναι η  απελευθέρωση, η απόσπαση (-εξ) ενός οποιουδήποτε αγαθού από τον οικονομικό κλοιό, από το σύμπαν των οικονομικών συναλλαγών. Η χριστιανική εξ-αγορά της αμαρτίας, για παράδειγμα, δεν είναι λογιστική πράξη δούναι και λαβείν αλλά αποτέλεσμα χάριτος, καθ? υπερβολήν δούναι που δεν γνωρίζει αντιστοιχία σε κανένα λαβείν. Εξ-οικονόμηση, εκστατική οικονομία, άστεγη, εξόριστη από την οικονομία πράξη: Η εξαγορά ενός ομήρου ή ενός σκλάβου, η απολύτρωσή του μετά την καταβολή λύτρων, δεν οδηγεί στη μετατροπή του σε μέσο αποζημίωσης για τα χρήματα που ξοδεύτηκαν. Τα χρήματα των λύτρων ξοδεύονται για να εξαγοράσουν όχι αξία αλλά ζωή. Και συνεπώς, είναι χρήματα που ξοδεύονται κυριολεκτικά: εξαφανίζονται, αφαιρούνται από την αγορά σε ό,τι αφορά τον δότη. Παυλικά, «εξαγοράζω» σημαίνει αφαιρώ από την αριθμητική οικονομία του χρόνου, ανακηρύσσω την ανεξάλειπτη διαφορά ενός οποιουδήποτε πράγματος σε σχέση με την αγοραία αριθμητική της ?κανονικής? κατάστασης πραγμάτων.
Ο καιρός, γνώριζε ο Παύλος, δεν είναι κάτι που αγοράζεται. Δεν είναι αγαθό που αποκτάται με συναλλαγές. Ο καιρός εξ-αγοράζεται, προκύπτει ως αποτέλεσμα μιας αφαίρεσης από την οικονομία της κυρίαρχης χρονικότητας. Γιατί ο καιρός είναι πάντα ήδη αυτό που μας εξ-αγοράζει, που μας ξεριζώνει απ΄τον χρόνο. Δηλαδή, ήδη, απ? το χρήμα. Ο χρόνος, η χρονικότητα της ?κανονικής κατάστασης?, δουλεύει πάντοτε για το Κεφάλαιο: εργατικές ώρες, λογάριθμοι της μετατροπής της εργασίας σε αξία, «ελεύθερος χρόνος» ξοδεμένος στην κατανάλωση της πάντοτε μετρήσιμης παραγωγής. Ο καιρός όμως, η εξ-αίρεση του χρόνου, δουλεύει για μας. Ποιοι είμαστε εμείς; Αυτοί που ταυτοποιούνται στο πρώτο πληθυντικό ελέω καιρού, αυτοί που λένε «εμείς» επειδή υπάρχει καιρός, αυτοί για τους οποίους «είναι πάντα καιρός να είναι καιρός».