Νέο Πρόγραμμα Σπουδών Θρησκευτικών: απαντήσεις σε καλοπροαιρέτους ? Μέρος Γ΄: Η Παναγία στη Β΄ Γυμνασίου και άλλα θέματα

Δημητρίου Ν. Μόσχου, επικ. Καθηγητή Τμήματος Θεολογίας Παν/μίου Αθηνών


Επανερχόμενοι (μετά τα δύο κείμενα, τα οποία μπορούν να διαβαστούν εδώ: http://e-theologia.blogspot.gr/2012/10/blog-post_5.html ...και εδώ http://e-theologia.blogspot.gr/2012/09/blog-post_30.html ) στο νέο Πρόγραμμα Σπουδών του μαθήματος των Θρησκευτικών για την υποχρεωτική εκπαίδευση θα προσπαθήσουμε ν? απαντήσουμε σε ερωτήματα μεθοδολογικά και διάθεσης της ύλης για να ξεκαθαρισθούν τελείως ασύστατες κατηγορίες και απροκάλυπτες διαστρεβλώσεις που παρουσιάσθηκαν.

Η εγκατάλειψη της ιστορικής προσέγγισης

Είναι γεγονός ότι οι θεματικές ενότητες του νέου μαθήματος (από 4 έως 5 δίωρα κάθε μία) δεν ακολουθούν την ιστορική και κλασική προσέγγιση της ακαδημαϊκής θεολογίας. Αυτή (ο χωρισμός δηλαδή σε Παλαιά, Καινή Διαθήκη, Εκκλησιαστική Ιστορία και Λειτουργική) είχε ήδη εγκαταλειφθεί στο Δημοτικό από καιρό. Τώρα εγκαταλείπεται και στο Γυμνάσιο. Ασκείται έντονη κριτική ότι έτσι διαλύεται η ιστορική γραμμή που χρησιμεύει ως διήκουσα έννοια στην κατανόηση της πορείας του Χριστιανισμού (όπου η ιστορία παίζει εξέχοντα ρόλο) αλλά και στην οργάνωση της σκέψης των παιδιών. Στο προηγούμενο Πρόγραμμα είχαμε ΠΔ στην Α΄ Γυμνασίου, ΚΔ στη Β΄ και Εκκλησιαστική Ιστορία στη Γ΄. Φεύγοντας η αμιγής διδασκαλία της Καινής Διαθήκης στη Β΄ δημιούργησε και την εντύπωση ότι τα σχετικά με την Παναγία παύουν να διδάσκονται, με αποτέλεσμα να ξεσηκωθεί ένας ανυπόστατος θόρυβος από δημοσιογράφους και... πολιτικούς!
Εδώ πρέπει να απαντήσουμε ότι αν η επικράτηση της λεγόμενης ιστορικής γραμμής αποτελεί ένα παιδαγωγικό αίτημα κι όχι θεολογικό γνώρισμα, τότε υπόκειται στην κριτική που διαρκώς ανατροφοδοτεί την παιδαγωγική πράξη. Το νέο ΠΣ οργανώνεται σε μικρότερα «αναλυτικά προγράμματα» και σε κάθε θεματική ενότητα, με αρχή, μέση και τέλος. Εκεί μπορεί ο διδάσκων να επαναλάβει και να τονίσει τόσο την χρονική και ιστορική αλληλουχία γεγονότων της Αποκαλύψεως όσο και να τη συνδέσει με γενικότερες συνάφειες. Το μεγάλο, όμως, πλεονέκτημα που που εμφανίζει το ΠΣ είναι ότι έχει ως άξονά του όχι την θεματική συνέχεια του περιεχομένου αλλά τα ουσιαστικά ενδιαφέροντα των μαθητών (π.χ. στο Γυμνάσιο: «η σημασία της εικόνας», «πώς παίρνουμε αποφάσεις», «θρησκείες της Ανατολής», «το πρόβλημα του κακού») τα οποία ο δάσκαλος έρχεται να επεξεργαστεί ώστε να οδηγήσει τους μαθητές του στις γνωστικές «επάρκειες» κάθε τάξης. Επομένως, ούτε τα περί της Θεοτόκου, ούτε άλλο κεντρικό τμήμα της Ορθόδοξης διδασκαλίας απουσιάζει από το ΠΣ, αλλά αντιθέτως ο εκπαιδευτικός έχει μια μεγάλη ποικιλία ενοτήτων και διδακτικών στρατηγικών για να τα διδάξει με το νέο τρόπο. Είναι π.χ. αδύνατον στη Β΄ Γυμνασίου στη ΘΕ για τον εικονισμό (4 δίωρα) να μην αναφερθεί κανείς στην εικόνα της Θεοτόκου, ή στη ΘΕ για το ποιος είναι ο Θεός των Χριστιανών (4 δίωρα) που φυσικά έχει χριστολογικό γνωστικό περιεχόμενο, να μην αναδείξει κανείς τη θέση και την ιδιότητα της Θεοτόκου κ.ο.κ.

Η έμφαση στο σεβασμό προς τον άλλο

Το νέο ΠΣ έχει θεματικές ενότητες ιδιαίτερα στο Γυμνάσιο, που αφιερώνουν εκ πρώτης όψεως πολύ διδακτικό χρόνο σε θέματα σεβασμού του άλλου, του διαφορετικού, ανοχής κλπ. Υπάρχει μια ΘΕ στη Β΄ Γυμνασίου με τίτλο «Εμείς και οι ?άλλοι?» (4 δίωρα), ΘΕ για τη διάσπαση και αντιπαλότητα στις θρησκείες (5 δίωρα) και στη Γ΄ Γυμνασίου ΘΕ για τη βία στο όνομα του Θεού (2 δίωρα). Τα 11 αυτά δίωρα (σε σύνολο 71 του Γυμνασίου) έδωσαν λαβή σε μονομερή κριτική με έντονα στοιχεία διαστρέβλωσης ότι πρόκειται για «νεοταξική», και «αριστερή» διάβρωση του μαθήματος, οδοποίηση (για μια ακόμη φορά) στον πολτό της πανθρησκείας κλπ.
Κατ? αρχήν οι διδακτικοί στόχοι που αφορούν στην αποδοχή του διαφορετικού προσώπου και στο σεβασμό των αντιλήψεών του είναι προϋπόθεση για ένα συμπεριληπτικό ΜτΘ και για όλους τους μαθητές. Είναι λοιπόν επόμενο, να υπάρχουν θεματικές ενότητες ώστε να εξυπηρετούν τους συγκεκριμένους διδακτικούς στόχους. Η σχετική κριτική ότι είναι άχρηστο κάτι τέτοιο, γιατί η ελληνική κοινωνία δεν είχε ποτέ δείξει σημάδια ρατσισμού και προκατάληψης νομίζω ότι τον τελευταίο καιρό εμφανίζεται πλέον δραματικά ξεπερασμένη. Ωστόσο, όταν μπούμε στην προβληματική αυτή από τη σκοπιά της Ορθόδοξης Θεολογίας, κατανοούμε ότι πέρα από την πρακτική παιδαγωγική ανάγκη είναι πρωτίστως ένα αίτημα της ίδιας της Ορθοδοξίας να εξηγήσει πόσο μακριά από τη βία στο όνομα του Θεού βρίσκεται (ή πρέπει να βρίσκεται) και πόσο αυτή η βία είναι ασύμβατη με το λόγο του Ευαγγελίου. Κι αν υπάρχει και αυτοκριτική στο θέμα αυτό, αυτό δεν είναι «αποκαθήλωση» της ιδανικής εικόνας που πρέπει να έχουν τα παιδιά, αλλά εισαγωγή στην κριτική τοποθέτηση που πρέπει να έχουν απέναντι σε όλα τα μεγάλα ζητήματα στα οποία έρχεται να εισάγει το ΜτΘ και αφορούν και στη δική τους θρησκευτική παράδοση και τελικά μόνο καλό μπορεί να κάνει στην ίδια την Ορθοδοξία. Μόνον έτσι θα γίνει κτήμα τους, που είναι και το ζητούμενο. Δεν παραλείπονται, πάντως, και διδακτικές ενότητες που επιδώκουν την επίτευξη τέτοιων διδακτικών στόχων μέσα από τη διδασκαλία για θέματα που αφορούν στο ρόλο της Ορθόδοξης παράδοσης μέσα στη νεώτερη ελληνική ιστορία, την Τουρκοκρατία κλπ. ώστε να έρχεται κάθε μαθητής (κι όχι μόνο ο Έλληνας) σε επαφή με θεμελιώδεις συνιστώσες της νεοελληνικής κοινωνικής πραγματικότητας.

Είναι όλα τέλεια;

Θα διερωτηθεί κανείς μετά από την αναλυτική αυτή παρουσίαση: δεν υπάρχει σημείο κριτικής για το νέο ΠΣ; Κάθε άλλο, φυσικά. Σε κάθε προσπάθεια υφίστανται ατέλειες και λάθη και βρισκόμαστε στην ευτυχή στιγμή για πρώτη φορά μια μεγάλη αλλαγή στην Εκπαίδευση να δοκιμάζεται πρώτα μέσα από μια  «πιλοτική» φάση διδασκαλίας. Είναι, λοιπόν, ακριβώς αυτή η εποχή που πρέπει να γίνει συζήτηση για  όσα τυχόν προβληματικά σημεία του ΠΣ, που η Επιτροπή δεν διέβλεψε έγκαιρα, αλλά και προβλήματα που προκύπτουν από την πιλοτική εφαρμογή και την εμπειρία. Ήδη ο γράφων κατανοεί τώρα π.χ. πόσο δύσκολο είναι για τους συναδέλφους (ειδικά της Πρωτοβάθμιας) να αξιοποιήσουν το διατιθέμενο υλικό ώστε να σχεδιάσουν ένα φάκελο μαθήματος από την αρχή, ενώ θα πρέπει να γίνει μια οργανωμένη δουλειά στο ζήτημα της επιμόρφωσης. Επιμέρους δραστηριότητες, βιβλιογραφία κλπ. πιθανόν πρέπει να διατυπωθούν αναλυτικώτερα κλπ.
Δυστυχώς, το πρώτο διαθέσιμο έτος αναλώθηκε ήδη κατά το πλείστον σε μια κακόπιστη πολεμική και απορριπτική στάση που δεν επιδιώκει βελτίωση αλλά μάλλον πλήρη ανατροπή. Υπάρχουν, βεβαίως, και ψύχραιμες φωνές επιμέρους κριτικών παρατηρήσεων, που είναι πολύτιμες ακριβώς γιατί είναι σπάνιες (αναφέρω για παράδειγμα δημοσιευμένο κείμενο της παλαιάς φίλης κας Ελένης Φιλοσόφου), αλλά ο κανόνας χαρακτηρίζεται από λασπολογία και κάθε είδους προχειρότητα. Το πράγμα είναι ιδιαίτερα σοβαρό, όχι απλά γιατί πυροδοτεί μια δίκη προθέσεων και τελικά κύμα «διωγμού» για συναδέλφους πλην συν-εργάτες με τους κρίνοντες στον ίδιο αμπελώνα αλλά, το κυριότερο, γιατί απειλεί να τινάξει στον αέρα μια σοβαρή (και, όπως τόνισα, μάλλον τελευταία) προσπάθεια ώστε το μάθημα των Θρησκευτικών να μην είναι ο «μεγάλος ασθενής» και ο πρώτος υποψήφιος προς έξωση από το σχολικό πρόγραμμα, αλλά μια μαθησιακή δραστηριότητα που υποστηρίζεται  από αποτελεσματικές μεθόδους, ως ισότιμο με τα άλλα μαθήματα και αδιαμφισβήτητη θέση στο σύγχρονο σχολείο, συνθήκη που οπωσδήποτε είναι προς όφελος της δράσεως της Εκκλησίας μέσα στην κοινωνία μακροπρόθεσμα.